Τοπική και Παγκόσμια Πολυκρίση και «Λύση-Επανένωση»: μια επανεξέταση των προτεραιοτήτων της Κυπριακής Αριστεράς

Δάφνος Οικονόμου

Ομιλία στο συνέδριο «Η Αριστερά και το Κυπριακό», 14 Οκτώβρη 2023

Μετά από 60 χρόνια σύγχρονης εκδοχής του Κυπριακού, από το 1963, η διαπίστωση πως «τα πράγματα δεν βαίνουν καλώς στις συνομιλίες» ακούγεται πια παράξενα, «κάπως».

Οι περισσότεροι σε μια προσπάθεια να εξηγήσουν τη «διαιώνιση του προβλήματος», επικεντρώνονται στη διπλωματία του Κυπριακού και την ιστορία της. Για να καταλήξουν, πάνω-κάτω, πως το Κυπριακό το ορίζει μια διαδοχή «χαμένων ευκαιριών» διευθέτησης του προβλήματος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η «απουσία καλής θέλησης» από την μια ή την άλλη πλευρά, ή και από τις δυο ταυτόχρονα. Η απόδοση ευθυνών, αφορά πάντα την «άλλη» πλευρά αυτονόητα, και, εσχάτως, πολιτικούς παράγοντες της «δικής» πλευράς. Ενώ οι πρώτοι κρίνονται με όρους «αδιαλλαξίας» λόγω γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, οι δεύτεροι, οι «δικοί μας», τοποθετούνται στο εδώλιο με όρους που επικεντρώνονται στα ιδεολογικά και ψυχολογικά ακόμα χαρακτηριστικά τους, που κυμαίνονται μεταξύ ιδεοληψιών, δειλίας και βλακείας.

Δεν εννοώ ότι ο ρόλος του ατόμου στην Ιστορία είναι χωρίς σημασία. Έχει όμως τα όρια του, ή, καλύτερα, αυτός εκδηλώνεται υποχρεωτικά μέσα σε πλαίσια δοσμένα. Το υλικό υπόβαθρο του Κυπριακού [τα συμφέροντα] δεν αφορά μόνο την άλλη πλευρά. Η έκφραση «δεν υπάρχουν φιλίες μεταξύ των κρατών, υπάρχουν μόνο συμφέροντα» αφορά εξίσου την πλευρά μας, της οποίας οι πολιτικοί τόσο αρέσκονται να την εκφέρουν.

Στο ρεπερτόριο διάφορων ε/κ «αναλυτών» προστέθηκαν και τα περί «διαφθοράς». Αυτά όμως μάλλον έρχονται να προσθέσουν στα ελατήρια του τάδε ή του δείνα πολιτικού έναν έξτρα βαθμό ιδιοτέλειας. Αποσιωπούν δηλ. και πάλι τα πραγματικά μεγέθη οικονομικής και κρατικής ισχύος που διακυβεύονται, όπως, βέβαια, και το διεθνές πλέγμα συμφερόντων μέσα στο οποίο αυτά διεκδικούνται. Επικεντρώνονται στα ψίχουλα και αποσιωπούν τα καθοριστικά, τεράστια, συγκρουόμενα συμφέροντα που ορίζουν τον εκατέρωθεν αντιδραστικό χαρακτήρα της διαμάχης. Συμφέροντα που αντικειμενικά προσαρμόζονται και αναπροσαρμόζονται στο πλαίσιο της συνολικής κίνησης των πραγμάτων.

Με φόντο την γενοκτονία που διεξάγεται σήμερα στην επί δεκαετίες πολιορκημένη Γάζα¬ με φόντο τον πόλεμο στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και τις ραγδαίες ανακατατάξεις σε ολόκληρη την περιοχή του Καυκάσου¬ με την Τουρκία να επιχειρεί κατά των Κούρδων στη γραμμή των συνόρων της με την Συρία και το Ιράκ¬ και με τον φρικτό πόλεμο Δύσης-Ρωσίας επί Ουκρανικού εδάφους να ανασχηματίζουν τοπικούς, περιφερειακούς και παγκόσμιους συσχετισμούς…  νά τη δηλώνει κάποιος που ξέρει πότε δεν είναι η ώρα για μπουρδολογίες (αναφέρομαι στον Ν.Χ. βέβαια): «[Στις μέρες μας] δεν υπάρχουν παγωμένες διενέξεις, δεν υπάρχουν παγωμένες κρίσεις» (08/10/2023).

Δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας λέγοντας ότι ζούμε σε μια εποχή παγκόσμιας κρίσης χωρίς προηγούμενο. Μιας ταυτόχρονης, πολυεπίπεδης κρίσης: κρίσης οικονομικής, όπου ο παγκόσμιος καπιταλισμός σκοινοβατεί. Κρίσης πολιτικής – ρευστότητας στους παραδοσιακούς κομματικούς σχηματισμούς – και πρωτοφανούς ανόδου της Ακροδεξιάς και των μισάνθρωπων «λύσεων», που μόνο περιθωριακοί κάποτε είχαν να προτείνουν. Κρίσης ραγδαίων και όλο και πιο συχνά βίαιων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, με ορατό τον κίνδυνο της ολέθριας πυρηνικής κλιμάκωσής τους. Και, τέλος, την ανθρωπογενή κλιματική κρίση που εξελίσσεται πιο αδυσώπητα από όλες τις άλλες, και θέτει βραχυπρόθεσμη ημερομηνία λήξης στον ίδιο τον ανθρώπινο πολιτισμό στον πλανήτη.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι υποταγμένη και η Κύπρος. Είναι η ιεράρχηση ή μη των καθηκόντων και επιδιώξεων της Αριστεράς σε αυτό, που θα ορίσει και τη σχετικότητα (ή μη) της Αριστεράς στις νέες εξαγριωμένες συνθήκες.

Στην πρόταση της ε/κ (και της τ/κ) Αριστεράς ως στόχος κυριαρχεί η «Λύση- Επανένωση», και οι υποσχέσεις για τα θετικά μιας τέτοιας διευθέτησης. 

Επιτρέπει όμως η εποχή μια τέτοια βεβαιότητα; Πως δηλ., στην εποχή των διαρκών γεωπολιτικών ανακατατάξεων και των πολέμων, που επιδρούν κατευθείαν πάνω στα εγχώρια συμφέροντα, ένας νέος διακανονισμός στο Κυπριακό θα οδηγήσει απαραίτητα και στη λύση του προβλήματος; Στην γεφύρωση των επί δεκαετίες συγκρουόμενων ελληνοτουρκικών συμφερόντων; Ή, χειρότερα, θα οδηγήσει στην προσχώρηση στις ευρύτερες γεωπολιτικές συγκρούσεις της περιοχής;

Χρειάζεται να θυμίσω σε αυτό το ακροατήριο ότι η βίαιη κατάρρευση της μοναδικής προηγούμενης λύσης του Κυπριακού, το 1960, ήρθε μόλις τρία χρόνια μετά, το 1963/64; Και αυτό σε μια εποχή τότε, ψυχροπολεμικής έστω, σχετικής ειρήνης, σχετικής έστω σταθερότητας, και καπιταλιστικής άνθησης, για να μην συγκρίνουμε την τότε ακροδεξιά με τα σημερινά ανοικτά φασιστικά μορφώματα.

Δεν λέει κανένας ότι είναι καλύτερα χωρίς μια «συμφωνημένη λύση». Σημειώνω μόνο πως δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε πως θα είναι απαραίτητα καλύτερα τα πράγματα με μια «συμφωνημένη λύση». 

Εκείνο που προέχει στις άγριες μέρες μας, και που οφείλει να είναι η πρώτη προτεραιότητα της Αριστεράς, είναι η αποτροπή  ενός νέου άδικου πολέμου στο νησί, η διατήρηση, έστω, της όποιας υπαρκτής ειρήνης, και, προπαντός, ο αγώνας για να μειωθεί, παρά να αυξηθεί, η δυσπιστία και η εχθρότητα ανάμεσα στους κοινούς ανθρώπους, τους εργαζόμενους των δυο κοινοτήτων. Και, τέλος, η σχέση των τοπικών εξελίξεων με την τύχη της ανθρωπότητας ολόκληρης – είτε αυτό περιλαμβάνει την επίδραση των τοπικών υδρογονανθράκων στην κλιματική κρίση, είτε στις γεωπολιτικές εξελίξεις.

Η μορφή και το περιεχόμενο της λύσης σήμερα προκύπτει, από όλες τις πλευρές ως το καθοριστικό δεδομένο, ως η προϋπόθεση και ο όρος ειρήνευσης. Σε αντίθεση με την ευθύγραμμη τυπική λογική, όμως, η ούτω καλούμενη «λύση» – δηλ. ένας νέος αστικός, καπιταλιστικός και ευρύτερος ιμπεριαλιστικός συμβιβασμός – δεν εγγυάται την ειρήνη. Μέσα στο σημερινό διεθνές περιβάλλον της πολυεπίπεδης κρίσης, μπορεί, ίσως, κουτσά στραβά, να λειτουργήσει ως πάρακάτω. Δεν είναι όμως μικρές οι πιθανότητες να αποδειχτεί επιταχυντής μιας νέας, γενικευμένης πλέον, ελληνοτουρκικής σύρραξης. Να οδηγήσει δηλ. σε ένα νέο γύρο βίαιης απόπειρας «επίλυσής της διαφοράς».

Η ταξική ειρήνη, η (επανα)προσέγγιση – η αντίδραση και των δυο μερών της κυπριακής εργατικής τάξης στην επιθετικότητα της «δικής της πλευράς» – όπως, για παράδειγμα, στα κάθε είδους εμπάργκο κατά του Βορρά από την ε/κ άρχουσα τάξη –  προέχει της αστικής «Λύσης-Επανένωσης».

Τα καθήκοντα της Αριστεράς επείγουν επανακαθορισμού.

Προέχει δηλαδή μια επαναπροσέγγιση όπου η Αριστερά παύει να είναι ο χειροκροτητής και ο «εμψυχωτής» στις διαπραγματεύσεις των «ηγετών», που εκπροσωπούν ακριβώς εκείνα τα συμφέροντα που βρίσκονται στη βάση του προβλήματος. Που έχουν προκαλέσει κατά καιρούς τραγωδίες αλλά και που στα μακρά μεσοδιαστήματα αποτελούν τη δικαιολογία συντήρησης της κοινωνικής ανισότητας και της αδικίας, ένθεν και ένθεν. Προέχει η ενίσχυση των δεσμών της ε/κ και τ/κ εργατικής τάξης. Που να διεκδικεί την ειρήνη ως απτό, υλικό στόχο, χωρίς όρους και ανταλλάγματα.

Αυτό μπορεί να αποκτήσει υπόσταση και ισχύ μόνο μέσα από την ευρύτερη προσέγγιση με τους εργαζόμενους των κρατών της περιοχής: της Ελλάδας και της Τουρκίας αυτονόητα, αλλά και των υπολοίπων λαών της Α. Μεσογείου, που έχει καταστεί ένα από τα πιο θερμά σημεία ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης για τα «ενεργειακά». Ενάντια στις διπλωματικές μανούβρες και τις απορρέουσες συμμαχίες (τριμερείς, τετραμερείς, κ.ο.κ.) για τον πλεονεκτικό καθορισμό των ΑΟΖ, των εξορυκτικών συμφερόντων, των αγωγών, κλπ.

Όσο για το ξεκαθάρισμα των ιδιαίτερων, «τοπικών» καθηκόντων της Αριστεράς στην αντιμετώπιση των υπαρξιακών απειλών για τον ανθρώπινο πολιτισμό, η επικέντρωση στο «Κυπριακό» ως πρόβλημα «επανένωσης», εξεύρεσης Λύσης-ΔΔΟ έχει εξόφθαλμα εξουδετερώσει την Αριστερά ως παράγοντα αντίστασης στην καπιταλιστική ώθηση προς την κλιματική κατάρρευση. (Με αυτό το ζήτημα θα καταπιαστεί σε λίγο ο  Αλμπέρτο Φλωρεντίν στην δική του εισήγηση). 

Είναι οι στόχοι της ειρήνης, του αντιρατσισμού, του αντιεθνικισμού, της συνδρομής κατά της παγκόσμιας γεωπολιτικής και κλιματικής κρίσης, συμβατοί με την πολιτική «όλα τα αυγά στο καλάθι ενός αστικού, διπλωματικού διακανονισμού»;  

Δικαιούται να προτείνει η ε/κ Αριστερά την όποια λύση στην τ/κ κοινότητα, την πιο ολιγάριθμη από τις δυο, ακόμα και την «καλύτερη δυνατή», την ώρα που το νεοναζιστικό ΕΛΑΜ διεκδικεί διψήφια εκλογικά ποσοστά και διενεργεί ξενοφοβικά και ισλαμοφοβικά πογκρόμ; – πρωτοφανή σε ευρωπαϊκό έδαφος από τα χρόνια του μεσοπολέμου. Όταν η Αριστερά έχει δρόμο να καλύψει ώστε να αποκρούσει αποτελεσματικά τους φασίστες; Το ζήτημα δεν είναι ηθικό. Αφορά το πρακτικό και άμεσο καθήκον της ε/κ Αριστεράς να αποδείξει – και οφείλει να αποδείξει – ότι μπορεί σταθεί πραγματική εγγυήτρια της ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων. Ποιος/α με σώας τας φρένας τολμά να ισχυριστεί κάτι τέτοιο σήμερα; Αυτή είναι βασική υποχρέωση κάθε ειλικρινούς επαναπροσεγγιστή, που δεν θέτει την «επιστροφή στις πατρογονικές εστίες» πάνω από το ενδεχόμενο επιστροφής στα παλιά, και ίσως στα ακόμα χειρότερα.

Είναι ώρα να ξεδιπλώσουμε εκείνους τους αγώνες που αφορούν το συμφέρον της ειρήνης, της δημοκρατίας, το συμφέρον εκείνων που τίποτα δεν έχουν να μοιράσουν μεταξύ τους: την αντίσταση των εργατικών τάξεων στην κατακόρυφη και οριζόντια επιθετικότητα των αρχουσών τάξεων – στο εσωτερικό τους, εναντίον της εργατικής τάξης, και προς τα έξω, κατά των αντίπαλών τους αρχουσών τάξεων. Είναι ακόμα ώρα να ανταποκριθούμε στα δυσανάλογα με το μέγεθος μας καθήκοντα απέναντι στην ίδια την ανθρωπότητα και το μέλλον της, που μας επιφορτίζει η ίδια η γεωγραφία. Μέσα από κοινές δράσεις, βεβαίως, αλλά και χώρια, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει – ενάντια στα πάσης φύσεως αρπακτικά συμφέροντα των «δικών μας» – από τους εγχώριους ως τους εξωτερικούς «δικούς μας», όπως είναι η Ε.Ε., οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, κ.ο.κ.

Ειρήνη ανάμεσα στις κοινότητες, ανεξαρτήτως τιμήματος. Πόλεμος κατά των «δικών μας» πολυμήχανων αρπακτικών, χωρίς άλλη αναβολή.