Πετρέλαιο και αίμα στην Μέση Ανατολή και την Παλαιστίνη

Δυο λόγια και μια μετάφραση

Το σκάκι είναι ένα από τα δυσκολότερα παιχνίδια. Εδώ και πολλά χρόνια οι καλύτεροι παίκτες αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλο, και στη συνέχεια τους ισχυρότερους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, δημιουργώντας παιχνίδια απύθμενης πολυπλοκότητας, με πολυσύνθετες και δυσνόητες τακτικές και στρατηγικές, επιδιώκοντας πάντα και την παραπλάνηση του αντιπάλου. Και αυτό, παρόλο που οι κανόνες του μπορούν να απαριθμηθούν μέσα σε λίγα λεπτά, ενώ ο στόχος του με τρεις λέξεις: πιάσε τον Βασιλιά. 

Κάποιος ωστόσο που παρακολουθεί μια φάση ενός παιχνιδιού ανάμεσα σε δυνατούς παίκτες, είναι δύσκολο να καταλάβει, αν όχι τους κανόνες, πάντως την τακτική, τη στρατηγική, ακόμα και το στόχο.

Κάπως έτσι και τα αιματοβαμμένα παιχνίδια που παίζονται στην Μ. Ανατολή από την αρχή του προηγούμενου αιώνα.  Η διαφορά είναι ότι σε αυτά οι παίκτες επιδιώκουν να παραπλανήσουν όχι μόνο τους αντιπάλους, αλλά και τους θεατές γενικότερα.  Όχι μόνο για την τακτική και στρατηγική τους, αλλά και για τους κανόνες και στόχους του παιχνιδιού. 

Οι κανόνες του ωστόσο δεν είναι διαφορετικοί από τα άλλα παρόμοια παιχνίδια σε ολόκληρο τον πλανήτη: καπιταλιστικός-ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός και συγκρούσεις.  Οριζόντιος, ανάμεσα στα εμπλεκόμενα κράτη, στις διάφορες μεσαίες ή μεγάλες δυνάμεις, και επιχειρήσεις.  Και κατακόρυφος, ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις και τις υποταγμένες, εκμεταλλευόμενες τάξεις. 

Στην Μ. Ανατολή ο στόχος, ο «Βασιλιάς», είναι ο έλεγχος των ορυκτών καυσίμων της περιοχής – του πετρελαίου, στις μέρες μας και του φυσικού αέριου.

Τώρα γνωρίζουμε ακόμα ότι αυτός ο «Βασιλιάς», οι άφθονοι υδρογονάνθρακες της Μ. Ανατολής, έπαιξαν και παίζουν τεράστιο ρόλο στην κλιματική κρίση και την απειλή ενάντια στον ανθρώπινο πολιτισμό που αυτή αντιπροσωπεύει.

Αυτό μας επιτρέπει να απαντήσουμε καλύτερα  και στο αίνιγμα της ομοιότητας του Κυπριακού και του Παλαιστινιακού προβλήματος. Πέρα από την όποια πραγματική (ή τραβηγμένη από τα μαλλιά) ομοιότητα, οι βασικοί κανόνες του παιχνιδιού και ο στόχος δεν είναι «παρόμοια» ή «ανάλογα».  Ήταν και παραμένουν τα ίδια:

Ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί (θυμηθείτε τον χαρακτηρισμό της Κύπρου ως «αβύθιστο αεροπλανοφόρο»).

Ορυκτά καύσιμα – είτε τα παλιά επίγεια, το πετρέλαιο, είτε οι τωρινοί υποθαλάσσιοι υδρογονάνθρακες. Μαζί και η επίδραση τους στην κλιματική απειλή.

Σαν μια εισαγωγή στους κανόνες και τον «βασιλιά» του προβλήματος, αλλά ακόμα και σε κάποιες από τις τακτικές και στρατηγικές που χρησιμοποιήθηκαν, ακολουθεί μικρό τμήμα ενός σημαντικού βιβλίου του Κρις Χάρμαν,  «Λαϊκή ιστορία του κόσμου», Εκδόσεις Τόπος, 2012, σελ. 562-563  (η μετάφραση της. Ελένης Αστερίου).

ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΚΑΙ ΑΙΜΑ

Η Μέση Ανατολή, με τα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου, ήταν το κατά πολύ σπουδαιότερο έπαθλο για όλους τους ιμπεριαλισμούς κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, η Βρετανία είχε διευρύνει την αυτοκρατορία της στη Μέση Ανατολή συνεργαζόμενη με τον Σαρίφ Χουσεΐν, εμίρη της Μέκκας, σε μια «Αραβική Εθνική Επανάσταση» υποσχόμενη να του δώσει όλα τα εδάφη που εξουσίαζε η Τουρκία. Όμως η βρετανική κυβέρνηση υποσχέθηκε επίσης στους σιωνιστές ηγέτες ότι θα έδινε μία αραβική χώρα, την Παλαιστίνη, σε Εβραίους εποίκους από την Ευρώπη, επειδή θεωρούσε

ότι αυτοί θα αποτελούσαν φραγμό σε οποιαδήποτε αραβική απειλή εναντίον της γειτονικής Διώρυγας του Σουέζ. Όπως εξηγούσε αργότερα ο Ισραηλινός πολιτικός ηγέτης Αμπα Έμπαν: «θα βοηθούσαμε τη Βρετανία να γίνει η κυρίαρχη δύναμη, και η Βρετανία θα μας βοηθούσε να αναπτύξουμε την Εβραϊκή Εθνική Πατρίδα» (Παρατίθεται στο Β. Lapping, Empire, σ. 106.)

Αυτή η διπλή [διπλοπρόσωπη] συμφωνία μέχρι ένα σημείο λειτούργησε. Βρετανικές εταιρείες έβαλαν χέρι στα κοιτάσματα πετρελαίου στο Ιράκ και το Ιράν, και Εβραίοι έποικοι εθελοντές συνεργάστηκαν με τη Βρετανία για να κατασταλεί μια παλαιστινιακή αραβική εξέγερση, η σοβαρότερη που αντιμετώπισε η Βρετανική Αυτοκρατορία τη δεκαετία του 1930. Όμως με τον καιρό, αυτή η πολιτική εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ.

Η αντίθεση των Αράβων εναντίον των σιωνιστών εποίκων εντεινόταν, επειδή οι τελευταίοι αγόραζαν γη από πλούσιους Άραβες ιδιοκτήτες και έδιωχναν αγροτικές οικογένειες που καλλιεργούσαν αυτήν τη γη επί αιώνες Εβραίοι που είχαν διαφύγει από την καταπίεση στην Ευρώπη ανακάλυψαν ότι ανέμεναν από αυτούς να καταπιέσουν άλλους στην Παλαιστίνη. Τότε η Βρετανία προσπάθησε να εκτονώσει την εχθρότητα των Αράβων περιορίζοντας τη μετανάστευση των Εβραίων, και κατέληξε να δέχεται πυρά και από τις δύο πλευρές. Το 1946 εβραϊκές παραστρατιωτικές ομάδες που είχαν εξοπλιστεί για να περιορίζουν τους Άραβες πραγματοποιούσαν επιθέσεις εναντίον Βρετανών στρατιωτών και βρετανικών εγκαταστάσεων.

Η Βρετανία προσπάθησε να ξεγλιστρήσει από το πρόβλημα που είχε δημιουργήσει αποσύροντας τα στρατεύματά της το 1947 και στηριζόμενη για την υπεράσπιση των πετρελαϊκών συμφερόντων της στις αραβικές μοναρχίες ανδρείκελων στο Ιράκ, την Ιορδανία και την Αίγυπτο. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία επιθυμούσαν διακαώς να μπουν στην περιοχή από την οποία αποχωρούσε η Βρετανία, και στήριξαν από κοινού μια απόφαση των Ηνωμένων Εθνών που διαμέλιζε την Παλαιστίνη και εγκαθίδρυε ένα ισραηλινό κράτος εποίκων (δίνοντας τη μισή γη στο ένα τρίτο του πληθυσμού). Οι έποικοι πήραν σημαντικές ποσότητες όπλων από την κυβερνώμενη από κομμουνιστές Τσεχοσλοβακία με την υποστήριξη των ΗΠΑ. Όταν ξέσπασαν συγκρούσεις, οι Εβραίοι έποικοι, προ κειμένου να τρομοκρατήσουν τον αραβικό πληθυσμό και να τον οδηγήσουν σε αποχώρηση, προχώρησαν σε σφαγή των κατοίκων του χωρίου Ντέιρ Γιασίν· κατόπιν νίκησαν τον ανοργάνωτο στρατό που έστειλαν οι αραβικές μοναρχίες, που υποτίθεται ότι θα βοηθούσε τους Παλαιστινίους, αλλά κατέληξε να αρπάξει τη λειψή περιοχή που προοριζόταν γ ι’ αυτούς (μόλις το 20% των αρχικών εδαφών τους) και να τη μοιράσει ανάμεσα στους βασιλείς της Ιορδανίας και της Αιγύπτου. Το Ισραήλ εγκαθιδρύθηκε ως ισχυρό κράτος εποίκων, πρόθυμο και ικανό να στηρίζει τα δυτικά συμφέροντα, που συνήθως ήταν τα αμερικανικά, με αντάλλαγμα όπλα και οικονομική βοήθεια.

Αυτό το γεγονός δεν μπορούσε να φέρει σταθερότητα στην περιοχή. Η πικρία που δημιούργησε η νίκη του Ισραήλ επί των αραβικών στρατευμάτων συνέβαλε στο να πυροδοτηθεί στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αίγυπτο· αυτό έφερε στην εξουσία εθνικιστές αξιωματικούς με ηγέτη τον Αμπντελ Νάσερ, και έθεσε τέλος στη φιλοβρετανική μοναρχία. Η εθνικοποίηση από τον Νάσερ της Διώρυγας του Σουέζ που ανήκε στη Βρετανία και τη Γαλλία, προκάλεσε την τελευταία μεγάλη εφόρμηση του βρετανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Τον Νοέμβριο του 1956 βρετανικά, γαλλικά και ισραηλινά στρατεύματα εξαπέλυσαν συνδυασμένη επίθεση εναντίον της Αιγύπτου. Η επίθεση στρατιωτικά σχεδόν πέτυχε, αλλά πολιτικά λειτούργησε σαν μπούμερανγκ. Οι ΗΠΑ επωφελήθηκαν από τα οικονομικά προβλήματα της Βρετανίας για να τερματίσουν το εγχείρημα και να υποκαταστήσουν τη Βρετανία ως την κυρίαρχη δύναμη στη Μέση Ανατολή, ενώ ο αντιβρετανικός αναβρασμός σε όλη την περιοχή οδήγησε δύο χρόνια αργότερα στην ανατροπή της μοναρχίας που η Βρετανία στήριζε στο Ιράκ.

Οι ΗΠΑ συνέχισαν τη βρετανική πολιτική να στηρίζονται τόσο στους εποίκους του Ισραήλ όσο και στα αραβικά πελατειακά καθεστώτα. Παρείχαν στο Ισραήλ μεγαλύτερη στρατιωτική βοήθεια απ’ όση σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο. Ταυτοχρόνως, συνεργάζονταν στενά με τη μοναρχία της Σαουδικής Αραβίας, ενθάρρυναν πραξικοπήματα που επανέφεραν την απόλυτη εξουσία του σάχη στο Ιράν (το 1953) και το 1962 έδωσαν την εξουσία στο Ιράκ στο κόμμα Μπάαθ, στο οποίο ανήκε ο νεαρός τότε Σαντάμ Χουσεΐν. Οι ΗΠΑ πέτυχαν να επιβάλουν την ηγεμονία τους στην περιοχή και στα πετρέλαιά της. Ωστόσο μπορούσαν να το πετύχουν αυτό μόνο ενθαρρύνοντας ανάμεσα σε κράτη και λαούς τους ανταγωνισμούς, που ξέσπασαν σε διαδοχικούς πολέμους: αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι το 1967 και το 1973, ο μακροχρόνιος εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο μετά το 1976, ο φρικτός πόλεμος ανάμεσα στο Ιράκ και το Ιράν όλη τη δεκαετία του 1980, η εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο το 1982, και ο πόλεμος υπό την ηγεσία των ΗΠΑ κατά του Ιράκ το 1991. Στον 20ό αιώνα ο πλούτος, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο πετρελαϊκός, μετατράπηκε σε αίμα.