O Λέανδρος Φίσερ* σε μια εκτενή και σε βάθος συνέντευξη στην «Ανατροπή» για το Παλαιστινιακό

«Επίκεντρο της ισραηλινής γενοκτονικής επίθεσης είναι η Γάζα, όμως ο κίνδυνος ολικής εθνοκάθαρσης υπό το ‘νέφος πολέμου’ είναι ορατός»

  • Είσαι παρατηρητής και αναλυτής της σύγκρουσης μεταξύ του κράτους του Ισραήλ και των Παλαιστινίων εδώ και χρόνια.  Ακόμα έχεις  από πρώτο χέρι γνώσεις για την περιοχή, επειδή  έζησες εκεί για ένα χρονικό διάστημα.  Μπορείς να μας περιγράψεις τι αποκόμισες από την παραμονή σου εκεί;

Έζησα στη Δυτική Όχθη τις αρχές του 2010, ως φοιτητής της αραβικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο του Μπιρζέιτ, κοντά στη Ραμάλλα. Πρέπει να πω, ότι τα πράγματα τότε ήταν αρκετά διαφορετικά. Ναι μεν, το Ισραήλ είχε αποκλείσει τη Γάζα το 2007 και είχε εξαπολύσει τον πρώτο φονικό πόλεμο από αέρος εναντίον του πληθυσμού του θύλακα στα τέλη του 2008. Θα χαρακτήριζα όμως το γενικό κλίμα στη Δ. Όχθη τότε ως ένα μείγμα κούρασης και συγκρατημένης αισιοδοξίας. Από τη μια, το Ισραήλ είχε πνίξει την τελευταία Ιντιφάντα (2000-2005) στο αίμα. Ήταν τότε που ο ισραηλινός στρατός «εισέβαλε» (σε εισαγωγικά γιατί ποτέ δεν είχε φύγει) στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη, πολιορκώντας τον Αραφάτ, αναγκάζοντας τον εγκαταλείψει τη χώρα, και – πολύ πιθανόν – δολοφονώνοντας τον στο τέλος.

Η στρατηγική της κυβερνώσας Φατάχ, που ηγεμονεύει την Παλαιστινιακή Αρχή, εστιάσε από τότε περισσότερο στην οικοδόμηση «θεσμών». Με βάση αυτό το σκεπτικό, αν οι Παλαιστίνιοι έδειχναν «καλή θέληση», αν έκαναν δηλ. ότι τους ζητούσαν ΗΠΑ και Ισραήλ – συγκεκριμένα αν προχωρούσαν σε «συντονισμό ασφάλειας» με τις κατοχικές δυνάμεις – και αν έδειχναν στη «διεθνή κοινότητα» ότι μπορούσαν να οικοδομήσουν «διάφανους» θεσμούς που θα προσελκούσαν στο μέλλον επενδύσεις – τότε η Δύση δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να στηρίξει την ανακήρυξη ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967, ασκώντας πίεση στο Ισραήλ να τερματίσει την κατοχή του.

Βέβαια αυτή η νεοφιλελεύθερη στρατηγική απέτυχε. Η πρόθεση της Παλαιστινιακής Αρχής (ΠΑ) να γίνει πλήρες κράτος-μέλος του ΟΗΕ προσέκρουσε στο γνωστό αμερικανικό βέτο. Το Ισραήλ από την άλλη είχει εγκαταλείψει τα προσχήματα για μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος και άρχισε να μιλά ανοιχτά για «οικονομική ειρήνη», δηλ. για διαιώνιση της ισραηλινής επικυριαρχίας, με κάποιο καθεστώς περιορισμένης αυτονομίας για τους Παλαιστίνιους. Άλλοστε, το ρήγμα μεταξύ Δυτικής Όχθης και Γάζας εξυπηρετούσε την πάγια σιωνιστική στρατηγική του διαίρει και βασίλευε απέναντι στους Παλαιστίνιους και την τελική εξάλειψη τους ως πολιτική οντότητα, ως «Άραβες» δηλαδή, που θα πρέπει να τα μαζέψουν και να φύγουν για τις γειτονικές χώρες.

Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι στήριξαν κριτικά αυτή τη στρατηγική. Από τη μια σιχαινόταν τη δοσίλογη πολιτική της αυταρχικής Παλαιστινιακής Αρχής, που προχωρούσε σε συλλήψεις αγωνιστών για λογαριασμό του Ισραήλ. Από την άλλη, η εύνοια της διεθνούς κοινότητας προς την ΠΑ είχε επιφέρει μια σχετική και πάντοτε περιορισμένη οικονομική άνθηση. Η Ραμάλλα είχε γεμίσει νέα καφέ, εστιατόρια και μπαρ. Βέβαια αυτή η «ανάπτυξη» ήταν απατηλή, αφού βασιζόταν στην εξασφάλιση οικονομικής βοήθειας, κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που δινόταν πάντοτε υπό τον όρο της αποφυγής της οποιασδήποτε ανοικτής σύγκρουσης με το Ισραήλ. Ταυτόχρόνα, το Ισραήλ συνέχιζε ακάθεκτα να κτίζει οικισμούς, να κλέβει γη αλλά και υδάτινους πόρους, να συλλαμβάνει, να βασανίζει και να σκοτώνει, αλλά και να προστατεύει τους βίαιους Εβραίους φανταμενταλιστές εποίκους.

Η Δυτική Όχθη ήταν και παραμένει μια ανοιχτή φυλακή, λιγότερο πυκνοκατοικημένη μεν από τη Γάζα, όμως μια φυλακή παρόλα αυτά. Οι κάτοικοι της χρειάζονται ειδικές άδειες για να ταξιδέψουν ακόμα και στα (αραβικά) Ανατολικά Ιεροσόλυμα. Το Ισραήλ έχει μετατρέψει τα αστικά κέντρα όπως τη Ραμάλλα, τη Ναμπλούς, την Τζενίν, τη Χεβρώνα και την Ιεριχώ σε απομονωμένους θύλακες που μοιάζουν αρκετά με τα «μπαντουστάν» του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ. Το Ισραήλ διατηρεί ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριοδοτών – αρκετές φορές μέσω εκβιασμών ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας, όπως καρκινοπαθών που χρειάζονται φάρμακα, ομοφυλόφιλων, και άλλων – που συμπληρώνει τον πλήρη έλεγχο του πάνω τις τηλεπικοινωνίες και το ίντερνετ.

Εδώ και μερικά χρόνια, η Δυτική Όχθη και τα Ιεροσόλυμα βρίσκονται σε αναβρασμό. Η βία των εποίκων έχει αυξηθεί κατακόρυφα, ενώ στελέχη των ισραηλινών κυβερνήσεων μιλούσαν πια ανοιχτά για το ενδεχόμενο νέας εθνοκάθαρσης. Η απελπισία έχει ωθήσει διάφορες μορφές οργανωμένης και ανοργάνωτης αντίστασης. Από τη μια, ομάδες νέων ενόπλων ανεξάρτητες από πολιτικά κόμματα, όπως πρόσφατα η «φωλιά των λιονταριών» στην Τζενίν, οργανώνονται σε διάφορες πόλεις, παρενοχλώντας εποίκους και στρατιώτες. Από την άλλη η απελπισία οδηγεί κάποιους Παλαιστίνιους σε πράξεις, όπως το να οδηγήσουν το όχημα τους πάνω σε συγκεντρώσεις στρατιωτών, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτό θα σημαίνει και το βέβαιο τους θάνατο από τα πυρά του στρατού κατοχής.

Το Ισραήλ δεν ξέρει ακριβώς ακόμα τι να κάνει για αυτό και άλλα παρόμοια προβλήματα. Η πολιτική του τα τελευταία χρόνια ήταν η προστασία των εποίκων, ενώ αυτοί επιδίδονται σε ολοένα και πιο αποτρόπαιες πράξεις, όπως το 2015, όταν είχαν κάψει ζωντανό 18μήνο βρέφος κατα τη διάρκεια εμπρηστικής επίθεσης. Μια κριτική εντός του Ισραήλ από την αρχή του νέου κύκλου αιματοχυσίας, ήταν ότι η Χαμάς δεν προσέκρουσε σε αντίσταση του ισραηλινού στρατού κατά την επίθεση της μέσα στο Ισραήλ, γιατί αυτός ήταν επικεντρωμένος στην προστασία των ακροδεξιών εποίκων στη Δυτική Όχθη.

Μπορεί μεν το επίκεντρο της ισραηλινής γενοκτονικής επίθεσης αυτή τη στιγμή να βρίσκεται στη Γάζα, όμως ο κίνδυνος ολικής εθνοκάθαρσης υπο το «νέφος του πολέμου» στην πιο ζωτικής σημασίας για το Ισραήλ Δ. Οχθή είναι ορατός και δεν πρέπει να αγνοηθεί.

  • Πολλές ανακοινώσεις που καταδικάζουν την ισραηλινή βία θεωρούν απαραίτητο να δηλώσουν τη στήριξη τους σε μια λύση δύο κρατών στα εδάφη του 1967 (Δυτική Όχθη, Α. Ιεροσόλυμα, Γάζα), «σύμφωνα με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ». Ποιά η άποψη σου για αυτό;

Η «λύση δύο κρατών» αποτελούσε για δεκαετίες τη γραμμή της διεθνούς κοινότητας για μια ολική διευθέτηση του παλαιστινιακού ζητήματος. Εκφραζόνταν στη φόρμουλα «γη έναντι ειρήνης», δηλ. απόσυρση του Ισραήλ από όλα τα κατεχόμενα από το 1967 αραβικά εδάφη (συμπεριλαμβανομένων  σε Αίγυπτο και Συρία), με αντάλλαγμα την εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο. Αυτή τη λύση είχε αποδεχθεί και η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) του Γιασέρ Αραφάτ – πρώτα έμμεσα το 1974 και μετά άμεσα με τις συμφωνίες του Όσλο.

Υπάρχεί ακόμα και σήμερα μια σωρεία παρεξηγήσεων, ακόμα και μέσα στην Αριστερά σε χώρες όπως είναι η Κύπρος, για το τι ακριβώς προνοούσε η συμφωνία του Όσλο. Το «πνεύμα» της συμφωνίας βρισκόνταν σε πλήρη αντιδιαστολή με την ίδια της την ουσία. Αρκετός κόσμος, κυρίως ο ίδιος ο παλαιστινιακός λαός, αντιμετώπισε το Όσλο ως ένα προθάλαμο δημιουργίας ανεξάρτητου και βιώσιμου κράτους.

Στην πραγματικότητα η λέξη «κράτος» δεν αναφερόταν ούτε μια φορά μέσα στα συμφωνήμενα του Όσλο. Ουσιαστικά, η ΟΑΠ αναγνώριζε το Ισραήλ, ενώ το Ισραήλ αναγνώριζε την ΟΑΠ, ως το μόνο νόμιμο αντιπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού. Τα φλέγοντα ζητήματα της διένεξης – πρόσφυγες, σύνορα, υδάτινοι πόροι, εβραϊκοί οικισμοί, ασφάλεια – παραπέμπονταν σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις για το «τελικό στάτους». Όταν αυτά συζητήθηκαν το 1999, οι Ισραηλινοί έκαναν μια εξευτελιστική προσφορά στον Άραφατ που και να ήθελε, δεν μπορούσε να αποδεχθεί. Μαζί με τον Κλίντον πρόσφεραν μια παρωδία κράτους, ένα μάτσο αποστρατικωποιημένους θύλακες αποκομμένους από εβραϊκούς οικισμούς και δρόμους εποίκων, χωρίς καμία ουσιαστική επιστροφή προσφύγων. Δεν έφτανε αυτό, οι Ισραηλινοί απαίτησαν από τον Αραφάτ να κηρύξει και επίσημα το τέλος της διένεξης. Οι Αμερικανοί στήριξαν πλήρως το ισραηλινό αφήγημα, ανοίγοντας το δρόμο για τον παραμερισμό του Άραφατ, του οποίου η χρησιμότητα είχε πλέον εξαντληθεί. Είχαμε φτάσει έτσι στη δεύτερη Ιντιφάντα, που σε αντίθεση με την πρώτη διεπόταν λιγότερο από στοιχεία μαζικής οργάνωσης και περισσότερο από τη δράση ένοπλων ομάδων και επιθέσεων αυτοκτονίας. Ήταν ένα ξέσπασμα απόγνωσης κυρίως το οποίο προκάλεσε και μια βίαιη ισραηλινή στρατιωτική αντίδραση. Βρισκόμασταν πλέον στη μετά-11 Σεπτεμβρίου εποχή, όταν ο Αριέλ Σαρόν ισοπέδωνε τη Ραμάλλα και άλλες πόλεις στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».

  • Είναι η λύση δύο κρατών εφικτή σήμερα;

Σήμερα φαντάζει άτοπο να μιλάμε για «λύση δυο κρατών», τόσο για πρακτικούς όσο και για ηθικούς λόγους. Στο πρακτικό επίπεδο, το Ισραήλ έχει προσαρτήσει εδώ και δεκαετίες τα ανατολικά Ιεροσόλυμα, τα οποία στο πλαίσιο των δύο κρατών αποτελούν και την πρωτεύουσα του μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους. Επιπλέον, η Δυτική Όχθη και τα Α. Ιεροσόλυμα έχουν σήμερα γύρω στους 700,000 εποίκους, των οποίων οι οικισμοί και οι δρόμοι μεταξύ τους «πνίγουν» τα παλαιστινιακά χωριά και πόλεις. Ακόμα και εάν υπήρχε μια ισραηλινή κυβέρνηση με τη θέληση να απομακρύνει τους εποίκους, αυτό θα πυροδότουσε με βεβαιότητα μια αιματηρή εμφυλιοπολεμική σύγκρουση μέσα στο ίδιο το Ισραήλ, των οποίων οι παράμετροι έγιναν εμφανείς στις πρόσφατες μαζικές κινητοποιήσεις εναντίον του Μπενγιαμίν Νετανιάχου. Σήμερα υπάρχει ένα βαθύ χάσμα μέσα στην εβραϊκή κοινωνία στο Ισραήλ ανάμεσα στα «κοσμοπολίτικα» φιλελεύθερα της στοιχεία που φοβούνται την «ορμπανοποίηση» της χώρας από τη μια, και μια σειρά από ακροδεξιές, φανταμενταλιστικές και ανοικτά φασιστικές δυνάμεις από την άλλη, των οποίων ο Νετανιάχου είναι απλά ο πιο «μετριοπαθής» εκφραστής. Βέβαια και τα δύο αυτά στρατόπεδα συμφωνούν ότι ο Ισραήλ πρέπει να παραμείνει ένα «εβραϊκό κράτος» σε ολόκληρη την ιστορική Παλαιστίνη. Οι διαφωνίες εστιάζονται στο πόσο «δημοκρατικό» πρέπει να είναι το κράτος αυτό για την κυρίαρχη εθνότητα. Γιατί και οι λευκοί στο νοτιοαφρικανικό απαρτχάιντ είχαν μια κοινοβουλευτική δημοκρατία με εκλογές κλπ.

Που με φέρνει στο επόμενο σημείο. Για όλες ανεξαιρέτως τις ισραηλινές κυβερνήσεις, διαδικασίες «ειρήνευσης» όπως το Όσλο αποτελούσαν τακτικισμούς κατευνασμού τόσο των Παλαιστινίων όσο και της διεθνούς κοινότητας, με σκοπό την ομαλή διεξαγωγή του σιωνιστικού εποικισμού στην «Ιουδαία και τη Σαμαρεία», το εβραϊκό τοπωνύμιο της Δυτικής Όχθης. Αν κοιτάξει κανείς την εξάπλωση του αμερικανικού κράτους από τα τέλη του 18ου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, θα αναγωρίσει μια παρόμοια δυναμική. Οι λευκοί εκεί δεν εξάλειψαν με μιας τους ιθαγενείς κατοίκους. Χρειάστηκαν δεκαετίες σφαγών, μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών προς τα δυτικά, αλλά και «συμφωνιών ειρήνης» με διαφόρους φύλαρχους που δέν άξιζαν το χαρτί πάνω στο οποίο είχαν γραφτεί.  Η «λύση δυο κρατών» αποτελεί τη δικαιολογία για την απραξία των δυτικών κρατών και την άρνηση τους να ασκήσουν την όποια πίεση στο Ισραήλ. Τα τελεταία χρόνια μάλιστα, ειδικά επί προεδρείας Ντόναλντ Τραμπ, το τροπάριο της Δύσης εξελίχθηκε από τα «δύο κράτη» στην «εξομάλυνση» των σχέσεων Ισραήλ και αραβικού κόσμου ως κλειδί τάχα για την ειρήνευση στην περιοχή. Αυτή η φούσκα, ότι η ειρήνη στην περιοχή θα μπορούσε να εδραιωθεί πάνω στα πτώματα των Παλαιστινίων, έσκασε φυσικά στις 7 του Οκτώβρη.

Τέλος, υπάρχει και ένα ηθικό επιχείρημα ενάντια στη λύση δύο κρατών, ακόμα και αν αυτή ήταν εφικτή. Για το Ισραήλ, μια διευθέτηση αποτελούσε και λύση για το «πρόβλημα» των δικών του πολιτών παλαιστινιακής καταγωγής μέσα στα διεθνώς αναγνωρισμένα του σύνορα. Σήμερα, οι «Άραβες πολίτες του Ισραήλ» αποτελούν το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος. Ενώ οι άνθρωποι αυτοί ήταν πάντοτε πολίτες δεύτερης κατηγορίες σε ένα κράτος το οποίο δηλώνει επίσημα όχι κράτος όλων του των πολιτών αλλά του «εβραϊκού λαού ανά το παγκόσμιο», βρίσκονται σοβαρά αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο αποκοπής των όποιων επισφαλών πολιτειακών τους δικαιωμάτων. Ο «νόμος του έθνους-κράτους» τον οποίο ψήφισε η Κνέσετ πριν μερικά χρόνια, καθιστά και επίσημα το Ισραήλ ως κράτος απαρτχάιντ, κάτι το οποίο έχουν επισημάνει όλες οι διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Στο τέλος της ημέρας, δεν είναι τόσο σημαντικός ο αριθμός των κρατών όσο είναι η τήρηση βασικών αρχών ισότητας ανάμεσα στις δύο εθνότητες που κατοικούν σήμερα στην ιστορική Παλαιστίνη. Όσο όμως ο σιωνισμός, ως η ιδεολογία της εβραϊκής επικυριαρχίας στην ιστορική Παλαιστίνη, αποτελεί το ηγεμονικό πλαίσιο εντός της ισραηλινής-εβραϊκής κοινωνίας, η σύγκρουση θα διαιωνίζεται. Όχι μόνο γιατί οι Παλαιστίνιοι αρνούνται σθεναρά εδώ και δεκαετίες να γίνουν εξιλαστήρια θύματα των ευρωπαϊκών εγκλημάτων κατά των Εβραίών, αλλά γιατί η σημειολογία της Παλαιστίνης κινητοποιεί ολόκληρο τον αραβικό κόσμο και ειδικά τις εργατικές και αγροτικές μάζες, που θυμούνται πάρα πολύ καλά τον εξευτελισμό στα χέρια της αποικιοκρατίας αλλά και τα πιο «πρόσφατα» εγκλήματα της Δύσης σε Ιράκ, Αφγανιστάν, Υεμένη και αλλού.

  • Ποια ήταν τα κίνητρα των δύο πλευρών τότε να συμφωνήσουν στο Όσλο;

Υπήρξε τότε μια σύμπλευση συμφερόντων ανάμεσα στην ΟΑΠ και το Ισραήλ. Η ΟΑΠ είχε μπει δυναμικά στο προσκήνιο μετά τον πόλεμο των έξι ημερών το 1967, όταν το Ισραήλ συνέτριψε την Αίγυπτο και τη Συρία και μαζί τους την ιδεολογία του παναραβισμού. Μέχρι εκείνη την περίοδο, οι πλείστοι Παλαιστίνιοι είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον Αιγύπτιο ηγέτη Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ελπίζοντας σε μια στρατιωτική απελεύθερωση της Παλαιστίνης από τους Σιωνιστές. Το πλήγμα που δέχθηκε ο παναραβικός εθνικισμός το 1967 οδήγησε τους Παλαιστίνιους στην επίγνωση, ότι έπρεπε να λάβουν το ζήτημα της απελευθέρωσης στα ίδια τους τα χέρια. Η Φατάχ, μια κοσμική-εθνικιστική οργάνωση, ανέλαβε την ηγεσία της ΟΑΠ, αυτονομώντας την από τα αραβικά καθεστώτα και ξεκινώνοντας ένα ανταρτοπόλεμο ενάντια στο Ισραήλ. Η αυτοοργάνωση των Παλαιστινίων σε ένοπλες ομάδες αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τα επαναστατικά αριστερά κινήματα στις χώρες στις οποίες είχαν βρει καταφύγιο, κυρίως στην Ιορδανία και αργότερα στο Λίβανο.

Η πλάστιγγα με στρατιωτικούς όρους ούδεποτε είχε πάψει να ρέπει προς την πλευρά του Ισραήλ. Για την ΟΑΠ, ο ένοπλος αγώνας στόχευε προπάντων στην αναγνώριση της πολιτικής υπόστασης των Παλαιστινίων και την αναβάθμιση της διαπραγματευτικής τους ικανότητας, παρά σε μια βιετναμέζικου τύπου απελευθέρωση. Ταυτόχρονα, ο αγώνας αυτός γινόταν «ενοχλητικός» για διάφορους. Στο Ισραήλ, λόγω των συνεχιζόμενων ενόπλων επιθέσεων στα σύνορα του. Στις ΗΠΑ, καθώς το ζήτημα των Παλαιστινίων εμπόδιζε τη «σταθερότητα» στην περιοχή, προσφέροντας ανοίγματα στη Σοβιετική Ένωση. Τα συντηρητικά αραβικά καθεστώτα όπως η Σαουδική Αραβία, από την άλλη, αντίκρυζαν με ανησυχία το ριζοσπαστισμό των αριστερών οργανώσεων μέσα στην ΟΑΠ. Χρηματοδοτούσαν τον Αραφάτ με σκοπό να μην επιτραπεί η ανάμειξη της ΟΑΠ στις «εσωτερικές υποθέσεις» αραβικών χωρών. Αυτό ήταν εξορισμού αδύνατο. Ειδικά στο Λίβανο, η ΟΑΠ, παρά τις προσπάθειες της, βρέθηκε να πολεμά στο πλευρό της Αριστεράς, ενώ είχε μπει παράλληλα στο στόχαστρο των φασιστών Φαλαγγιτών. Το 1982, το Ισραήλ εισέβαλε στο Λίβανο, βομβαρδίζοντας ανελέητα τη Βηρυτό. Κατάφερε να εκδιώξει τους μαχητές της ΟΑΠ, ενώ μετέπειτα αμόλυσε τους Φαλαγγίτες συμμάχους του, επιτρέποντας τους να δολοφονούν επι τρεις μέρες και νύχτες γυναικόπαιδα στους καταυλισμούς της Σάμπρα και της Σιατίλα. Ο ένοπλος αγώνας βρέθηκε σε αδιέξοδο.

Παράλληλα όμως, στην ίδια την κατεχόμενη Παλαιστίνη, ο λαός πήρε την πρωτοβουλία. Η πρώτη Ιντιφάντα που ξέσπασε το 1987 ήταν μια αυθόρμητη μαζική εξέγερση με πέτρες ενάντια στο στρατό κατοχής. Ενώ οι οργανώσεις προσκείμενες στην ΟΑΠ είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία της εξέγερσης επί του εδάφους, εντούτοις η εξέγερση είχε πιάσει την ηγεσία της ΟΑΠ – τώρα εξόριστη στην Τυνησία – στον ύπνο. Η ηγεσία του Αραφάτ άδραξε την ευκαιρία, επιστρέφοντας από την πολιτική αφάνεια, για να ηγηθεί πολιτικά της εξέγερσης.

Ο πόλεμος του 1967, από την άλλη, είχε φέρει το Ισραήλ αντιμέτωπο με σημαντικά διλήμματα. Ο πάγιος στόχος του σιωνιστικού κινήματος ήταν η δημιουργία ενός ομοιογενούς εβραϊκού κράτους σε ολόκληρο το έδαφος της ιστορικής Παλαιστίνης. Η εθνοκάθαρση του 1948, η «Νάγκπα» μέσα από την οποία ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ – ο εκτοπισμός 750,000 προσφύγων – είχε «λύσει» κάπως το δημογραφικό πρόβλημα. Μια αραβική μειοψηφία παρέμεινε μεν εγκλωβισμένη στο νέο κράτος ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, αλλά ανήμπορη δε να αμφισβητήσει την εβραϊκή ηγεμονία. Το 1967 όμως, οι Παλαιστίνιοι στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, έχοντας αφομοιώσει τα μαθήματα του 1948, παρέμειναν στις εστίες τους. Αν το Ισραήλ προσαρτούσε τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, θα ήταν αναγκασμένο να δώσει υπηκοότητες στα τέσσερα εκατομμύρια Παλαιστινίων ύπο τον έλεγχο του. Αυτό όμως θα καταργούσε τον εβραϊκό χαρακτήρα του κράτους, μετατρέποντας το σε δημοκρατικό κράτος όλων των πολιτών του. Αν από τη άλλη προχωρούσε σε προσάρτηση χωρίς να παραχωρήσει πολιτειακά δικαίωματα, αυτό θα καθιστούσε το Ισραήλ επίσημα κράτος απαρτχάιντ, με αρνητικό αντίκτυπο στη διεθνή κοινή γνώμη. Η ισραηλινή ηγεσία επέλεξε μια «μέση» λύση. Δεν προσάρτησε επίσημα τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, επέτρεψε όμως παράλληλα την ανέγερση εβραϊκών οικισμών. Ταυτόχρονα, η παλαιστινιακή εργατική τάξη μετατράπηκε σε φτηνό εργατικό δυναμικό για την ισραηλινή οικονομία. Η Ιντιφάντα παρέλυσε το Ισραήλ και την οικονομία του, ενώ καθήλωσε χιλιάδες στρατιώτες στα κατεχόμενα εδάφη για να καταστείλουν την εξέγερση. Το Ισραήλ χρειαζόταν μια διέξοδο.

Παράλληλα, η ΟΑΠ επανήρθε στο διεθνές προσκήνιο. Το 1988, ανακήρυξε και επίσημα το «κράτος της Παλαιστίνης» στα σύνορα του 1967, δηλαδή στο 22 τοις εκατό της ιστορικής Παλαιστίνης, αναγνωρίζοντας και επίσημα το κράτος του Ισραήλ. Ένα διπλωματικό σφάλμα του Αραφάτ – η στήριξη στον Σαντάμ Χουσέιν στον πόλεμο του Κόλπου το 1991 – διακινδύνευσε την υπόληψη της ΟΑΠ στα ματιά των ΗΠΑ, της αδιαμφισβήτητης δύναμης στην περιοχή. Οι Ισραηλινοί μυρίστηκαν την ευκαιρία. Μέσω μυστικών επαφών και με τη στήριξη των ΗΠΑ, προσέγγισαν την ΟΑΠ με στόχο τη σύναψη μιας «ενδιάμεσης συμφωνίας».

Η «ενδιάμεση συμφωνία», που έγινε γνωστή ως η συμφωνία του Όσλο, προέβλεπε τη δημιουργία μιας αυτόνομης «παλαιστινιακής αρχής» και την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από τα αστικά κέντρα. Ουσιαστικά, το Ισραήλ μετέθετε το ρόλο της αστυνόμευσης των Παλαιστινίων στην ΟΑΠ. Η συμφωνία του Όσλο ήταν η εφαρμογή του Σχεδίου Αλλόν στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αυτό προέβλεπε μια μορφή περιορισμένης αυτονομίας για τους Παλαιστίνιους, υπό την αιγίδα της Ιορδανίας, αλλά με πλήρη ισραηλινό έλεγχο των κατεχομένων εδαφών.

  • Ισχύει, ότι οι Παλαιστίνιοι και οι Ισραηλινοί βρίσκονταν πολύ κοντά στην επίτευξη ειρήνης; Πολλοί ισχυρίζονται ότι τόσο η δολοφονία του πρωθυπουργού Γιτζάκ Ραμπίν από Εβραίους εξτρεμιστές, όσο και οι επιθέσεις της Χαμάς σαμπόταραν την ειρηνή. Συμφωνείς με αυτή την άποψη;

Η αντίδραση των Παλαιστινίων στη συμφωνία του Όσλο ήταν ανάμικτη. Μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε μια παθητική πλειοψηφία, που ενώ αναγνώριζε ότι η συμφωνία του Όσλο ήταν ετεροβαρής, εντούτοις ήλπιζε ότι το πνεύμα της θα επικρατούσε έναντι του γράμματος της. Ότι με κάποιο τρόπο, η σταδιακή παραχώρηση αυτονομίας θα οδηγούσε σε ανεξάρτητο κράτος. Η κοινωνία είχε κουραστεί μετά από μια πενταετία συνεχούς κινητοποίησης στην Ιντιφάντα.

Υπήρχαν και Παλαιστίνιοι οι οποίοι διάφωνησαν με το Όσλο. Διαφώνησε βέβαια η Χαμάς, η οποία άρχισε την εποχή εκείνη να αναδύεται ως αντίπαλο δέος στην ΟΑΠ. Διάφωνησε όμως και η συντριπτική πλειοψηφία των Παλαιστινίων προσφύγων στο Λίβανο, τη Συρία και αλλού, αφού στα μάτια τους ο Άραφατ ξεπουλούσε το δικαίωμα επιστροφής τους για ένα εικονικό κράτος. Διαφώνησε επίσης και ο γνωστός διανοούμενος Εντουαρντ Σαϊντ, ανεπίσημος αντιπρόσωπος της ΟΑΠ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος διαχώρησε ξεκάθαρα τη θέση του από τον Αραφάτ. Η Αριστερά μέσα στην ΟΑΠ – το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, το Δημοκρατικό Μέτωπο, καθώς και το Κόμμα του Λαού (πρώην ΚΚ) – ήταν σε διάφορους βαθμούς επικριτική έναντι της συμφωνίας, αποφάσισε εντούτοις να εργαστεί μέσα στους νέους θεσμούς της Παλαιστινιακής Αρχής.

Για το Ισραήλ από την άλλη, το Όσλο αποδείχθηκε μακροπρόθεσμα μια επιτυχία. Με την υπογραφή της συμφωνίας, η κυβέρνηση του «ειρηνοποιού» Ραμπίν, ανενόχλητη πλέον, επιτάχυνε την ανέγερση οικισμών στα παλαιστινιακά εδάφη. Το Ισραήλ απαλλάχθηκε από το οικονομικό και ηθικό βάρος της αστυνόμευσης του παλαιστινιακού λαού, όπως και από τις διεθνές του υποχρεώσεις ως κατοχική δύναμη να φροντίζει για την ευημερία του πληθυσμού. Το κόστος της παλαιστινιακής αυτονομίας και ντε φάκτο συνεχιζόμενης κατοχής επωμίστηκε κυρίως η ΕΕ, βασιζόμενη στη ψευδαίσθηση ενός μελλοντικού ανεξάρτητου κράτους. Παράλληλα, το Ισραήλ μπόρεσε να συνάψει διπλωματικές σχέσεις με πολλές αδέσμευτες χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και άλλες, ενώ σύναψε εμπορικές συμφωνίες με κάποια αραβικά κράτη.

Η συνθήκη του Όσλο επιδείνωσε ένα υφιστάμενο ρήγμα ανάμεσα στις τάξεις του σιωνιστικού κινήματος. Οι «εργατικοί Σιωνιστές» όπως ο Ραμπίν υπήρξαν ιστορικά κυρίαρχοι. Έδιναν προτεραιότητα στην εβραϊκή ομοιογένεια του Ισραήλ παρά στην εδαφική του εξάπλωση. Ήταν, αν θέλετε, η «ρεαλιστική σχολή» στο παλαιστινιακό. Ήξεραν ιστορικά ότι ο σιωνιστικός εποικισμός χρειαζόταν τη στήριξη μεγάλων δυνάμεων – αρχικά της Βρετανίας και στη συνέχεια των ΗΠΑ – οι οποίες έπρεπε να ισορροπήσουν τα συμφέροντα τους με αυτά άλλων συμμάχων, όπως η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία, και αργότερα η Αίγυπτος.

Υπήρξαν όμως και άλλα ρεύματα στα δεξιά τους, οι «ρεβιζιονιστές Σιωνιστές», που έδιναν προτεραιότητα στον απόλυτο έλεγχο επί των εδαφών της ιστορικής Παλαιστίνης, ακόμα και αν αυτό σήμαινε τη μετατροπή του Ισραήλ σε «επίσημο» κράτος απαρτχάιντ. Ο Νετανιάχου είναι ο σημερινός επίγονος αυτής της σχολής. Και οι δύο σχολές όμως ήταν σύμφωνες ως προς τον τελικό στόχο – ένα Ισραήλ από τον Ιορδάνη ποταμό μέχρι τη Μεσόγειο, με όσους το δυνατό λιγότερο Άραβες.

Χρησιμοποιώ εδώ τον παρατατικό χρόνο σκόπιμα γιατί σήμερα οι «εργατικοί Σιωνιστές» αποτελούν παρελθόν. Ο δολοφόνος του Ραμπίν τον έβλεπε ως «προδότη του εβραϊκού έθνους» γιατί «τόλμησε» να δώσει στον Αραφάτ τη ψευδαίσθηση ενός κρατιδίου. Σήμερα οι απόψεις του δολοφόνου του Ραμπίν δεν θεωρούνται εξτρεμιστικές στο Ισραήλ αλλά κομμάτι του κυρίαρχου λόγου, ο οποίος ηγεμονεύεται από απροκάλυπτους πλέον φασίστες. Αυτή η συνεχιζόμενη στροφή του Ισραήλ προς τα δεξιά και τα ακροδεξιά από τη μέρα της ίδρυσης του δεν αποτελεί κάποια ιδιαιτερότητα, αλλά χαρακτηριστικό κάθε εποικιστικού κράτους. Η λευκή νοτιοαφρικανική ακροδεξιά γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθηση προς τα τέλη του απαρτχάιντ…

  • Και η Χαμάς; Υπάρχουν διάφοροι που ισχυρίζονται ότι είναι δημιούργημα του Ισραήλ…

Αυτό είναι μόνο εν μέρη σωστό. Και δεν θα την αποκαλούσα ακριβώς δημιούργημα του Ισραήλ. Η Χαμάς προέκυψε από το παλαιστινιακό παρακλάδι της αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Το προπύργιο της ήταν πάντοτε η Λωρίδα της Γάζας. Όταν οι κύριες δυνάμεις της παλαιστινιακής αντίστασης ήταν οργανώσεις όπως η Φατάχ ή το Λαϊκό Μέτωπο, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στη Γάζα απεφέυγαν την πολιτική δράση για χάρη μιας πνευματικής διεξόδου από τα καθημερινά προβλήματα και τις δυσκολίες της κατοχής. Ήταν κάτι το οποίο οι κατοχικές αρχές είχαν καταγράψει. Για αυτό το λόγο έκαναν τα στραβά μάτια στη λειτουργία του Ισλαμικού Κέντρου στη Γάζα, ή όταν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι έβαζαν φωτιά σε σινεμά. «Ευνοούσαν την άνοδο της πρώιμης Χαμάς ως αντίβαρο στην ΟΑΠ», είναι η ορθότερη διατύπωση. Ένα παράδειγμα αυτής της στάσης ήταν το γεγονός, ότι ενώ κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα, οι Ισραηλινοί θεωρούσαν ακόμα τον Αραφάτ κοινό τρομοκράτη, ο πνευματικός ηγέτης της Χαμάς, Σεϊχης Γιασίν, έδινε συνεντεύξεις στην ισραηλινή κρατική τηλεόραση.

Η Χαμάς αρχίζει να εξελίσσεται σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη τη στιγμή που στα πλαίσια των διπλωματικών ελιγμών του Αραφάτ στις αρχές τις δεκαετίας του 1990, η ΟΑΠ αρχίζει να απομακρύνεται από πάγια αιτήματα του παλαιστινιακού κινήματος, όπως αυτό της αναγνώρισης του δικαιώματος επιστροφής των προσφύγων. Η δε μετατροπή της ΟΑΠ σε – έστω και διστακτικό – υπολοχαγό της ισραηλινής κατοχής, εξαντλήει τη χρησιμότητα της Χαμάς για το Ισραήλ. Υπάρχει και ένα άλλο σημαντικό γεγονός. Η Χαμάς, όπως και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, χρηματοδοτούνταν παραδοσιακά από συντηρητικά καθεστώτα όπως το Κουβέιτ και την Σαουδική Αραβία. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στον Κόλπο το 1990/1991, η Χαμάς αντιτάχθηκε στη στάθμευση δυτικών στρατευμάτων στην περιοχή, προκαλώντας έτσι ένα ρήγμα με αυτά τα αραβικά καθεστώτα, τα οποία άρχισαν να θεωρούν τη Χαμάς μια αποσταθεροποιητική δύναμη.

Το να λέμε ότι η Χαμάς αποτελεί δημιούργημα του Ισραήλ σήμερα είναι σαν να λέμε, ότι πρόκειται για μια άνευ ουσίας σύγκρουση μεταξύ δυο εξτρεμιστών, τα σπασμένα της οποίας τα πληρώνει ο «απλός κόσμος» στις δύο πλευρές. Αυτό ως δια μαγείας εξαφανίζει από το προσκήνιο το ευρύτερο πλαίσιο της σύγκρουσης, που δεν είναι ούτε η «ιδεολογία της Χαμάς», ούτε η προσπάθεια «αποπροσανατολισμού από τα σκάνδαλα του Νετανιάχου», αλλά η εδώ και 75 χρόνια συνεχιζόμενη εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων που θα υπήρχε και χωρίς τη Χαμάς και χωρίς τον Νετανιάχου.

  • Τι εξηγεί τη σημερινή άνοδο της Χαμάς;

Ο συμβιβασμός του Αραφάτ στο Όσλο δημιούργησε ένα κενό στον τομέα της αντίστασης που το κάλυψε η Χαμάς. Αυτό δεν ήταν κάτι το αναπόφευκτο. Θα μπορούσε να το είχε καλύψει και η Αριστερά. Το πρόβλημα όμως ήταν, ότι η Αριστερά – όπως ανέφερα πριν – είχε ενταχθεί μέσα στο πλαίσιο του Όσλο, έστω και διστακτικά. Συγκεκριμένα, πόλλές από τις μαζικές οργανώσεις στη βάση της κοινωνίας που αποτέλεσαν τη ραχοκοκκαλιά της Ιντιφάντα και οι οποίες ανήκαν επί το πλείστο στην Αριστερά, μετατράπηκαν κατά τη διάρκεια του Όσλο σε ΜΚΟ, εξαρτώμενες τόσο από μια διεφθαρμένη Παλαιστινιακή Αρχή, όσο και από ξένους χρηματοδότες, συμβάλλοντας έτσι σε μια σταδιακή αποπολιτικοποίηση. Η Χαμάς από την άλλη χρησιμοποίησε τις υφιστάμενες της υποδομές μέσα σε τζαμιά και φιλανθρωπικά ιδρύματα για να κερδίσει σημαντικό ποσοστό της κοινωνίας στη βάση ενός προγράμματος που συνδύαζε αντίσταση στην ορατή και ασταμάτητη εξάπλωση των οικισμών, μαζί με ένα μήνυμα κοινωνικής δικαιοσύνης και διαφάνειας. 

Για πολλά χρόνα, η Χαμάς μποϋκόταρε τους θεσμούς της Παλαιστινιακής Αρχής. Το 2006, έλαβε την ιστορική απόφαση να διεκδικήσει τις πρώτες εκλογές που είχαν διεξαχθεί στα παλαιστινιακά εδάφη. Οι εκλογές αυτές – κατά ειρωνία της ιστορίας – αποτελούσαν κυρίως απαίτηση των νεοσυντηρητικών κύκλων τότε στον Λευκό Οίκο, που μέτα την αποτυχία του πολέμου στο Ιράκ ήταν απελπισμένοι να επιδείξουν δείγματα «εκδημοκρατισμού» στον αραβικό κόσμο. Η σαρωτική νίκη της Χαμάς αντιμετωπίστηκε από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, τα πλείστα αραβικά κράτη και φυσικά το Ισραήλ με τρόμο. Μαζί με τη Φατάχ άρχισαν να υπονομεύουν τη Χαμάς. Έπειτα από ενδείξεις ενός ενδεχόμενου πραξικοπήματος κατά της κυβέρνησης στη Λωρίδα της Γάζας, η Χαμάς κινήθηκε στρατιωτικά εναντίον της Φατάχ εκεί το 2007, ενώ στη Δυτική Όχθη η Φατάχ επανήλθε στην εξουσία.

  • Πολλά ΜΜΕ ανά το κόσμο, και όλα σχεδόν τα Κυπριακά ΜΜΕ,  αποκαλούν την Χαμάς τρομοκρατική οργάνωση. Ο όρος τρομοκρατική οργάνωση χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται από πολλές κυβερνήσεις με προχειρότητα. Για παράδειγμα, οι Βρετανικές κυβερνήσεις χαρακτήριζαν την ΕΟΚΑ ως τρομοκρατική οργάνωση την πενταετία 1955-59. Το ίδιο έκαναν και για την ένοπλη σιωνιστική οργάνωση του μετέπειτα πρωθυπουργού του Ισραήλ Μεναχέμ Μπεγκίν.  Οι Τουρκικές κυβερνήσεις διαχρονικά χαρακτηρίζουν τις Κουρδικές οργανώσεις (και ιδιαίτερα το PKK του Οτσαλάν) ως τρομοκρατικές. Για πολλούς ανθρώπους στη Χιλή ο Αgusto Pinochet ήταν τρομοκράτης. Τι εξυπηρετεί τελικά ο χαρακτηρισμός της Χαμάς ως τρομοκρατική οργάνωση;

Αν ο όρος «τρομοκρατία» σημαίνει τη βίαιη εργαλειοποίηση του φόβου αθώων ανθρώπων για την επίτευξη πολιτικών στόχων, τότε η «τρομοκρατία» της Χαμάς ωχριά μπροστά στη μαζική τρομοκρατία του Ισραήλ, όπως αυτή εκφράζεται εδώ και 75 χρόνια απέναντι στον παλαιστινιακό λαό. Εν πάσει περιπτώση, η «τρομοκρατία» είναι ένας φορτισμένος όρος που στοχεύει κυρίως στη δαιμονοποίηση ενός πολιτικού αντιπάλου. Μπορούμε να πούμε, ότι η Χαμάς χρησιμοποιεί τρομοκρατικές μεθόδους, αυτό ισχύει. Το ίδιο έκαναν όμως και οργανώσεις όπως το κουρδικό PKK ή ο ΙRA που σήμερα, υπό τη μορφή του Sinn Fein, αναγνωρίζεται (πολύ σωστά) ως οργάνωση αγωνιστών της ιρλανδικής ελευθερίας. Η προπαγάνδα του Ισραήλ σήμερα στοχεύει στην εξίσωση της Χαμάς μαζί με το «Ισλαμικό Κράτος», μιας ολοκληρωτικής οργάνωσης με πρωτοφασιστικά χαρακτηριστηκά, όπου ο τρόμος είχε όντως αναδειχθεί ως αυτοσκοπός. Όμως αυτό είναι λάθος. Πέρα των σαφών ιδεολογικών διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα σε «Ισλαμικό Κράτος» και Χαμάς, η τελευταία είναι πρωτίστως ένα πολιτικό κίνημα.

  • Ποια είναι η ιδεολογία της Χαμάς; Κάποιοι τη θεωρούν μια φασιστική και αντισημτική οργάνωση, ενώ την παρουσιάζουν ταυτόχρονα και ως ένα είδος «παλαιστινιακού ΕΛΑΜ». Ισχύει αυτό;

Η Χαμάς είναι μια οργάνωση γαλουχημένη με τις αρχές του σύγχρονου σουνιτικού πολιτικού Ισλάμ, ενός sui generis φαινόμενου, το οποίο είναι κατά βάση λαϊκιστικό. Κινητοποιεί δηλαδή τη βάση της κοινωνίας, εκμεταλλευόμενη τη βαθιά ριζωμένη σημειολογία της θρησκείας του Ισλάμ, στο πλαίσιο δημοφιλών αιτημάτων – εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη, αντι-διαφθορά και διάφανεια – χωρίς όμως να αμφισβητεί το κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, δηλαδή τον καπιταλισμό. Σίγουρα δεν πρόκειται για μια αριστερή ή αμυδρά προοδευτική οργάνωση. Η κατηγοριοποίηση της ως «φασιστική» όμως φανερώνει τρομερή άγνοια για τη φύση του φασισμού. Ο φασισμός είναι ένα αντεπαναστατικό κίνημα μασκαρεμένο ως επανάσταση, που στρέφεται κυρίως κατά των υποτελών τάξεων. Στοχεύει στην εξατομίκευση και την αποπολιτικοποίηση των μαζών. Το πολιτικό Ισλάμ αντιθέτως, ως λαϊκιστικό κατά βάση φαινόμενο, έχει ως σκοπό την κινητοποίηση τους για χάρη συγκεκριμένων πολιτικών στόχων. Οι πλείστοι Παλαιστίνιοι που στηρίζουν τη Χαμάς το κάνουν γιατί το πολιτικό της πρόγραμμα ένοπλου αγώνα και χρηστής διοίκησης φαντάζει πιο ελκυστικό από το υποτελές και διεφθαρμένο μπαντουστάν του Μαχμούντ Αμπάς στη Δυτική Όχθη.

Όσο αφορά τον αντισημτισμό, είναι αλήθεια ότι η ιδρυτική διακήρυξη της Χαμάς εμπεριέχει εισαγώμενες αντισημτικές αναφορές στα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών και άλλα διάφορα. Αυτό αποτελεί μια αντιδραστική απάντηση σε μια νεωτερικότητα που έχει απογοητεύσει τους Παλαιστίνιους ανα τις δεκαετίες. Όμως είναι γελοίο να πιστεύει κανείς ότι η Χαμάς πολέμα το κράτος του Ισραήλ εξαιτίας κάποιου αντισημιτικού παραλογισμού ναζιστικού τύπου. Οι Ναζιστές έστρεφαν την οργή του κόσμου ενάντια σε μια φαντασιακή «εβραϊκή συνωμοσία», μια κατά βάση παράλογη ιδεολογία που άνθησε (και ανθίζει ξανά σήμερα) σε μια περίοδο κρίσης του συστήματος, που με διάφορους τρόπους οδήγησε στη βιομηχανική εξόντωση έξι εκατομμυρίων Εβραίων. Μπορεί η Χαμάς να συμμερίζεται ένα κατά βάση αντιδραστικό μίσος προς όλους τους Ισραηλινούς – κάτι το οποίο εκφράστηκε πρόσφατα εν μέρει σε φρικαλεότητες εναντίον αμάχων – όμως ας είμαστε σοβαροί: Δεν βρίσκεται αντιμέτωπη με μια φαντασιακή εβραϊκή συνομωσία, αλλά με τον υπαρκτό στρατό ενός κράτους που αυτοχαρακτηρίζεται ως «εβραϊκό» και που καπηλεύτηκε τα σύμβολα της θρησκείας του Ιουαδισμού ως τα δικά του «εθνικά» σύμβολα. Και είναι βέβαια ένα κράτος το οποίο και πλέον δηλωμένα αρνείται να αναγνωρίσει την όποια ανθρώπινη υπόσταση τους Παλαιστίνιους, αποκαλώντας τους «ανθρώπινα ζώα».

Τα τελευταία χρόνια, η Χαμάς αναθεώρησε το καταστατικό της, αφαιρώντας τα αντισημτικά στοιχεία και τονίζοντας πώς η σύγκρουση της είναι με το σιωνισμό και όχι με τον Ιουδαϊσμό ή τους Εβραίους. Βέβαια το πρόγραμμα της που προνοεί την απελεύθερωση της Παλαιστινής και την εγκαθίδρυση ενός κράτους με ισλαμικά χαρακτηριστικά σίγουρα δεν είναι ελκυστικό για τους Ισραηλινούς Εβραίους, όπως δεν είναι και ελκυστικό για μια μεγάλη μάζα Παλαιστινίων, είτε πρόκειται για Χριστιανούς, κοσμικούς, Αριστερούς ή απλά άθεους.  Η μετακίνηση αυτή, παρόλα αυτά, φανερώνει μια ευελιξία και μια αναγνώριση της σημασίας της διεθνούς κοινής γνώμης, πέραν του ισλαμικού και αραβικού κόσμου.

Πιο ουσιαστικό από τα καταστατικά οργανώσεων όμως αποτελεί η πολιτική τους στην πράξη. Εδώ η Χαμάς ακολουθεί το δρόμο που ακολούθησε παλιά η ΟΑΠ, προσφέροντας επανελειμμένα τα τελευταία χρόνια μια «μακροπρόθεσμη εκειχειρία» στο Ισραήλ, μια έμμεση δηλ. αναγνώριση του Ισραήλ και αποδοχή του πλαισίου των δύο κρατών. Από την άλλη το Ισραήλ χρειάζεται ως ένα βαθμό τη Χαμάς, πρώτον γιατί η ύπαρξη δύο αντίπαλων παλαιστινιακών οντοτήτων συμφέρει στην πολιτική του διαίρει και βασίλευε και δεύτερον γιατί η Χαμάς αναλαμβάνει το έργο της αστυνόμευσης του πληθυσμού της Γάζας, ενώ το Ισραήλ ελέγχει κάθε πέρασμα της λωρίδας, τα χωρικά ύδατα και τον εναέριο χώρο.

Τελος, αν αναζητούμε αντίστοιχους νεοναζιστές στη διένεξη, ψάξετε απλά τις δηλώσεις υπουργών όπως του Μπεν-Γκβιρ και τους Σμότριτς, περήφανοι φασίστες που δεν μισούν μόνο τους Άραβες αλλά και τους μετανάστες, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα και άλλες ομάδες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που μέχρι και ένα κόμμα όπως το νεοναζιστικό ΕΛΑΜ με γνωστές αναφορές στον αντισημτισμό και το γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό συντάσσεται σήμερα με το Ισραήλ. Αυτό βέβαια είναι και «θετικό», με την έννοια ότι ανταποκρίνεται πιο πιστά στις πραγματικότητες της υφιστάμενης σύγκρουσης.

  • Η Χαμάς δεν είναι η μόνη αντιστασιακή οργάνωση των Παλαιστινίων.  Πως είναι οι σχέσεις μεταξύ Χαμάς και των άλλων Παλαιστινιακών αντιστασιακών οργανώσεων; Ήταν (ή δεν ήταν) το κτύπημα της 07/10/23 οργανωμένο μόνο από την Χαμάς ή συμμετείχαν και άλλες, ιδιαίτερα κοσμικές Παλαιστινιακές οργανώσεις της Λωρίδας της Γάζας;  Πως είναι οι σχέσεις μεταξύ κοσμικών και θρησκευτικών παλαιστινιακών οργανώσεων;

Στη Λωρίδα της Γάζας, η ένοπλη αντίσταση απαρτίζεται από μια σωρεία οργανώσεις διαφορετικών ιδεολογικών αποχρώσεων, που συντονίζονται μεταξύ τους στο στρατιωτικό επίπεδο. Εδώ πρέπει να πούμε κάτι για το χαρακτήρα του πολιτικού ανταγωνισμού μέσα στην παλαιστινιακή κοινωνία. Είναι αλήθεια ότι μέρος των Παλαιστινίων στηρίζει τη Φατάχ, άλλο μέρος τη Χαμάς, και ένας τρίτος πόλος την Αριστερά. Όμως είναι λάθος να μιλάμε για συμπαγή μπλοκ. Μπορεί μεν οι ηγετικοί κύκλοι της Φατάχ να συνεργάζονται με την ισραηλινή κατοχή, υπάρχεί όμως μεγάλη μερίδα της βάσης που συμμετέχει στην ένοπλη αντίσταση,  έτσι και στη Λωρίδα της Γάζας. Ταυτόχρονα υπάρχουν οι αριστερές ένοπλες οργανώσεις των Λαϊκών και Δημοκρατικών Μετώπων για την Απελεύθερωση της Παλαιστίνης. Υπάρχει και η οργάνωση του Ισλαμικού Τζιχάντ που σε αντίθεση με τη Χαμάς είναι πιο συνομωτική. Και βέβαια υπάρχουν ένα σωρό άλλοι σχηματισμοί.  Υπάρχει ένας συντονισμός στο στρατιωτικό επίπεδο, που οι λεπτομέρειες του για λόγους ασφαλείας κρατούνται μυστικές από τις πολιτικές ηγεσίες. Με άλλα λόγια η ηγεσίες δίνουν κάποιες γενικές κατευθυντήριες γραμμές και οι στρατιωτικές οργανώσεις δρουν αναλόγως, χωρίς όμως οι πολιτικές ηγεσίες να γνωρίζουν λεπτομέρειες.

Στο πολιτικό επίπεδο επικρατεί αντιθέτως έντονος ανταγωνισμός. Τόσο η Φατάχ όσο και η Χαμάς κυβερνούν τα αντίστοιχα τους κρατίδια με αυταρχικό τρόπο. Υπάρχει όμως αμοιβαία αναγνώριση ότι η πλήρης επιβολή της μιας πλευράς στην άλλη είναι αδύνατη. Τα τελευταία χρόνια η Χαμάς, ως κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη Γάζα, χρησιμοποίησε τη δύναμη της για να «πειθαρχήσει» άλλες ένοπλες ομάδες όπως το Ισλαμικό Τζιχάντ, εμποδίζοντας τις να εξαπολύσουν επιθέσεις στο Ισραήλ. Με άλλα λόγια η Χαμάς, όπως παλιά και η ΟΑΠ, προσπαθεί να σπρώξει τον ένοπλο αγώνα σε κατευθύνσεις που να εξυπηρετούν τους συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους της οργάνωσης. Βέβαια, η προκλητική πολιτική του Νετανιάχου και των εξτρεμιστών εποίκων σπρώχνουν τη Χαμάς σε αντιδράσεις όπως την πρόσφατη, καθώς νιώθει υποχρεωμένη να υπεραπιστεί το γόητρο της ως κατεξοχήν αντιστασιακής οργάνωσης των Παλαιστινίων. Ένα πράγμα όμως είναι σίγουρο. Η κριτική πολλών Παλαιστινίων έναντι της Χαμάς αφορά σε ζητήματα κοινωνικά και οικονομικά, παρά στο ζήτημα της ένοπλης αντίστασης, το οποίο ειδικά στη Γάζα αποτελεί σημείο αναφοράς όλων των πολιτικών οργανώσεων.

  • Ποια η στάση της Ισραηλινής Αριστεράς σήμερα; (μέσα και το ειρηνιστικό κίνημα, αν υπάρχει ακόμα)

Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οι όροι «αριστερά» και «δεξιά» στο Ισραήλ είναι σε μεγάλο βαθμό παραπλανητικοί. «Αριστερός» είναι όποιος στηρίζει κάποια μορφή συμβιβασμού με τους Παλαιστίνιους, έχει προοδευτικές απόψεις στα κοινωνικά ζητήματα, δεν είναι θρήσκος, υποστηρίζει τους ΛΟΑΤΚΙ κ.ο.κ.. «Δεξιός» είναι αυτός που αντιτίθεται σε όλα αυτά. Η καλύτερη αναλογία που μπορώ να σκεφτώ είναι μεταξύ φιλελεύθερων «ενδοτικών» και κοινωνικά συντηρητικών «απορριπτικών» δεξιών εδώ στην Κύπρο. Το περίφημο ισραηλινό «κίνημα ειρήνης» της δεκαετίας του 1990 κατατασσόταν ξεκάθαρα στο αριστεροσιωνιστικό στρατόπεδο. Όταν ο Αραφάτ το 1999 απέρριψε τη «γενναιόδωρη προσφορά» των Ισραηλινών, το «ειρηνευτικό» κίνημα κατέρρευσε εν μια νυκτί και επέστρεψε στα γνωστά σιωνιστικά αποφθέγματα, ότι δηλαδή το βασικό πρόβλημα ήταν η άρνηση των Παλαιστινίων να συνάψουν «ειρήνη» και ότι το Ισραήλ δεν είχε άλλη επιλογή από το να αμυνθεί. Αυτό φανερώνει όμως και το αδιέξοδο να ερμηνεύεται το ζήτημα ως ένα μεταξύ «πολέμου» και «ειρήνης», αντί ως βασικό ζήτημα ρατσιστικής καταπίεσης, εθνοκάθαρσης, δικαιοσύνης και ισότητας. Είχε ζητήσει κανείς από τον Μαντέλα να κάνει «ειρήνη» με το απαρτχάιντ και να κηρύξει «μαύρο κράτος» στα μπαντουστάν; Για τον «αριστερό σιωνισμό», η «ειρήνη» ήταν η προϋπόθεση διαφύλαξης της δημογραφικής ανωτερότητας των Εβραίων. Τα κίνητρα ήταν δηλαδή ρατσιστικά παρά διεθνιστικά.

Επιπλέον, η σιωνιστική «αριστερά» στο Ισραήλ απαρτιζόταν ιστορικά από τα ανώτερα μεσοαστικά στρώματα, αυτά με διασυνδέσεις με την «εργατοσιωνιστική» κρατική γραφειοκρατία. Προπάντων απαρτιζόταν από Εβραίους ευρωπαϊκής καταγωγής, την εμπροσθοφυλακή του πρωίμου σιωνιστικού εποικισμού πριν από ένα αιώνα. Αυτοί οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση και ρατσισμό τους χιλιάδες Εβραίους από τις αραβικές χώρες που βρέθηκαν στο Ισραήλ μετά τον πόλεμο του 1948. Η σχεδόν πλήρης εξολόθρευση το ευρωπαϊκού Εβραϊσμού στο Ολοκαύτωμα ανάγκασε το σιωνιστικό κίνημα να αποζητήσει «δημογραφικό δυναμικό» σε αυτές τις χώρες. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι Εβραίοι εκεί έγιναν ο αποδιοπομπαίος τράγος των κυρίαρχων τάξεων για την ανικανότητα των αραβικών κρατών το 1948 να εμποδίσουν την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης και εκδιώχθηκαν. Σε άλλες περιπτώσεις όπως στο Ιράκ, οι σιωνιστικές μυστικές υπηρεσίες επιδόθηκαν σε προβοκάτσιες, με βομβιστικές επιθέσεις σε συναγωγές, για να πείσουν το εβραϊκό στοιχείο να μεταναστεύσει στο νέο κράτος.

Παρενθετικά να πω εδώ, ότι υπαρχεί μια ιστορία πολλών αιώνων ειρηνικής συνύπαρξης Εβραίων και Μουσουλμάνων (όπως και Χριστιανών) στον αραβικό κόσμο. Στην Κύπρο γνωρίζουμε πολύ καλά την πολυπλοκότητα αυτών των σχέσεων. Ενώ δηλαδή είχαμε θεσμικές διακρίσεις εναντίον των Χριστιανών, όπως τον κεφαλικό φόρο, εντούτοις είχαμε και κοινές εξεγέρσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων, τόσο ενάντια στους Οθωμανούς όσο και ενάντια στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κάπως παρόμοια ήταν και η εμπειρία των Εβραίων από το Μαρόκο μέχρι την Περσία. Η εμφάνιση του σιωνισμού δηλητηρίασε αυτές τις σχέσεις.

Οι Εβραίοι από τον αραβικό κόσμο βρέθηκαν στη χαμηλότερη βαθμίδα της εβραϊκής κοινωνίας μέσα στο Ισραήλ. Όμως αυτό δεν τους έκανε πιο αλληλέγγυους προς τους Παλαιστίνιους. Αντίθετα, εξαρχής και με ορισμένες εξαιρέσεις έρεπαν προς τα δεξιότερα στοιχεία μέσα στο σιωνιστικό φάσμα. Ακόμα και σήμερα, ο συνεχιζόμενος εποικισμός της Δυτικής Όχθης και των Ιεροσολύμων λειτουργεί και ως βαλβίδα άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων μέσα στην εβραϊκή κοινωνία. Ο χαρακτήρας μιας κοινωνίας εποίκων εξορισμού εμποδίζει τη διαμόρφωση της όποιας ταξικής συνείδησης. Ένας Ισραηλινός εργάτης δεν λέει «είμαι αδικημένος γιατί με υπερκμεταλλεύονται τα αφεντικά μου», αλλά «είμαι αδικημένος γιατί είμαι Μαροκινός ή Αιθίοπας Εβραίος». Προσπαθεί να βελτιώσει τη θέση του εις βάρος των «πιο από κάτω», δηλαδή των Παλαιστινίων.

Εκτός του κυρίαρχου σιωνιστικού φάσματος έχουμε μια σειρά από φωνές που έχουν επίγνωση της κατάστασης, αλλά αυτές είναι εξαιρετικά μειοψηφικές. Υπάρχει το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ισραήλ, το οποίο όμως ψηφίζεται κυρίως από Παλαιστίνιους πολίτες. Υπάρχουν άλλα δείγματα αντίστασης όπως η άρνηση στράτευσης ανάμεσα σε νέους Ισραηλινούς. Τέλος, υπάρχει και ο δρόμος της μετανάστευσης. Το Βερολίνο σήμερα φιλοξενεί γύρω στους 30,000 Ισραηλινούς. Δεν είναι βέβαια όλοι τους αντισιωνιστές ή αριστεροί, όμως οι αντιθέσεις μεταξύ ενός κοσμοπολίτικου αυτοπροσδιορισμού από τη μια και ενός κράτους-απαρτχάιντ από την άλλη καταντούν για αρκετούς αφόρητες.

  • Πως κρίνεις την όλη στάση της Κυπριακής Δημοκρατίας και διάφορων πολιτικών της κομμάτων μπροστά σε αυτή την τραγωδία;

Για πολλά χρόνια στην Κύπρο η κυρίαρχη αντίληψη ήταν ότι Κύπρος και Παλαιστίνη έχουν πολλά κοινά, εξαιτίας των προβλημάτων κατοχής και προσφυγιάς. Ενώ αυτή η αντίληψη κινητοποιούσε τον κόσμο μαζικά υπέρ της ΟΑΠ παλιά, εντούτοις ήταν και παραμένει λανθασμένη για μια σειρά από λόγους. Έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά είδη συγκρούσεων. Το Κυπριακό είναι κατά βάση μια δικοινοτική σύγκρουση δύο εθνικισμών με σημεία αναφοράς σε δύο άλλα κράτη, την Ελλάδα και την Τουρκία. Έχουμε δύο εδραιωμένες άρχουσες τάξεις στο νησί με αντίστοιχη κρατική υπόσταση (ασχέτως αν μόνο μια από αυτές διεθνώς είναι αναγνωρισμένη), οι οποίες εκμεταλλέυονται δυο εργατικές τάξεις που, παρεπιπτόντως, είναι πλέον πολυπολιτισμικές και πλουραλιστικές. Ενώ η μια άρχουσα τάξη, η ελληνοκυπριακή, είναι οικονομικά και διπλωματικά ακόμα κυρίαρχη, η τουρκοκυπριακή αποζημιώνει την οικονομική της αδυναμία με τη στρατιωτική υπεροχή της προστάτιδας της, της Τουρκίας. Εδώ όντως το ζητούμενο είναι η «ειρήνη», γιατί ο περιφερειακός ανταγωνισμός στον όποιο εμπλέκονται οι δυο αυτές τάξεις εγκυμονεί πραγματικούς και καταστροφικούς κινδύνους.

Το Παλαιστινιακό από την άλλη αποτελεί την τελευταία «ενεργό» εποικιστική διένεξη μετά την πτώση του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Έχουμε από τη μια ένα περιφερειακό χωροφύλακα τον ΗΠΑ, με πυρηνικά όπλα και προνομιακές οικονομικές σχέσεις με την ΕΕ αλλά και όχι μόνο. Από την άλλη έχουμε ένα λαό πολιτικά και γεωγραφικά κατακερματισμένο σε Γάζα, Δυτική Όχθη, Ισραήλ και διασπόρα, χωρίς ουσιαστική κρατική υπόσταστη και χωρίς ουσιαστικούς συμμάχους, αν εξαιρέσουμε βέβαια τα διάφορα καθεστώτα της περιοχής τα οποία ιστορικά εργαλειοποιούσαν τον παλαιστινιακό αγώνα για τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Στις συνθήκες αυτές, η «ειρήνη» για τους Παλαιστίνιους είναι η «ειρήνη του κοιμητηρίου». Το να φωνάζουμε «Κύπρος-Παλαιστίνη κοινός αγώνας» υπονοεί, ότι το Παλαιστινιακό μπορεί και πρέπει να λυθεί με παρόμοιο τρόπο. Όμως έχουμε δει που οδήγησαν οι διάφορες «ειρηνευτικές διαδικασίες» στο παρελθόν.

Παρόλα αυτά υπάρχουν ομοιότητες, όμως δεν είναι αυτές που πολλοί αντιλαμβάνονται. Τόσο ο σιωνισμός, όσο και ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός υπό τη μορφή του κεμαλισμού εδραιθώθηκαν μέσα στην ίδια ιστορική συγκυρία. Δεν ήταν μόνο η εποχή της εθνοκάθαρσης ως του «φυσιολογικού» τρόπου οικοδόμησης σύγχρονων αστικών κρατών  – είτε μιλάμε για Σλαβομακεδόνες, Πομάκους, Κούρδους, Αρμένιους ή Άραβες – ήταν και η εποχή της σύμπλευσης των εθνικισμών αυτών με τα αναδυόμενα τότε συμφέροντα του ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Το είδαμε αυτό με τη Μικρασιατική Εκστρατεία τότε και το βιώνουμε εδώ και ένα αιώνα με τη συμβιωτική σχέση σιωνισμού και ιμπεριαλισμού (ο πρώιμος κεμαλισμός για καθαρά συγκυριακούς λόγους αποτέλεσε ίσως μια εξαίρεση). Τα εγκλήματα του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων δε θυμίζουν μονάχα την εθνοκάθαρση των Ελληνοκυπρίων το 1974 από τον τουρκικό στρατό. Θυμίζουν, ίσως και περισσότερο, τον αποκλεισμό των Τουρκοκυπρίων σε θύλακες το 1963-64 και τις δολοφονικές προθέσεις των ελληνοκυπρίων εθνικιστών απέναντι τους.

Αντιθέτως, ο αραβικός και στη συνέχεια ο παλαιστινιακός εθνικισμός εμφανίστηκε σε μια εποχή από-αποικιοποίησης και αυτοδιάθεσης των χωρών του Παγκοσμίου Νότου. Εδώ οι ομοιότητες δεν είναι με τόσο με τον ελληνικό εθνικισμό, αλλά περισσότερο με μια αναδυόμενη κυπριακότητα μετά το 1974, άθελα σύμβολό της οποίας έγινε ο Μακάριος, η οποία συνδύαζε τον αντιιμπεριαλισμό και την αντίθεση στον ελληνικό εθνικισμό της ΕΟΚΑ Β με ένα ξεκάθαρα ταξικό περιεχόμενο. Όμως και εδώ πρέπει να τονίσουμε, ότι αυτή η ευθυγράμμιση δε άντεξε στο χρόνο. Η Κύπρος εντάχθηκε πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με έμμεσο τρόπο «κληρονόμησε» το αποικιοκρατικό παρελθόν, καθώς και το ρατσισμό που βρίσκονται σήμερα στον πυρήνα της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».

 Όταν όλα τα κόμματα πλην του ΑΚΕΛ σήμερα ταυτίζονται απερίφραστα με το Ισραήλ, δεν το κάνουν από μια μυωπική αντίληψη των «εθνικών μας συμφερόντων». Το κάνουν έχοντας πλήρη επίγνωση ότι ταυτίζονται με την προμετωπίδα του ιμπεριαλιστικού προγράμματος, μέσα στο όποιο είναι πλήρως ενταγμένη και η «μικρή Κύπρος», ακριβώς για την εξυπηρέτηση αυτών των «εθνικών συμφερόντων», τα οποία στην τελική ανάλυση δεν είναι παρά τα ταξικά συμφέροντα των ελληνοκυπρίων καπιταλιστών των τραπεζών, των μεγάλων δικηγορικών γραφείων και των ντεβέλοπερ. Και βέβαια, όταν οι φασίστες εδώ ταυτίζονται με το Ισραήλ, το κάνουν γιατί βλέπουν το απαρτχάιντ και τη βίαιη εθνοκάθαρση του ως πρότυπο για τα «δικά μάς». Η φανατική, σχεδόν νευρωτική ταύτιση τόσο των «απορριπτικών» όσο και των «ενδοτικών» δεξιών με το Ισραήλ φανερώνει περισσότερες αλήθειες για τις πιθανές διασυνδέσεις μεταξύ Κυπριακού και Παλαιστινιακού, παρά η κάθε ιστορική αναλογία.

  • Ο πόλεμος στην Συρία, ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο πόλεμος στην Υεμένη και πολλοί άλλοι πόλεμοι ή/και η οικονομική εξαθλίωση σε χώρες της Μ. Ανατολής (και όχι μόνο) δημιουργούν κύματα προσφύγων και μεταναστών. Είδαμε πρόσφατα εκατοντάδες  Ισραηλινούς πολίτες να φτάνουν αεροπορικώς στην Κύπρο την ίδια στιγμή που στις οθόνες μας βλέπουμε δεκάδες χιλιάδες Παλαιστινίων να κατευθύνονται στο νότιο τμήμα της Γάζας για να αποφύγουν το μακελειό… Πως ερμηνεύεις την απλοχεριά της νυν και της προηγουμένης κυβέρνησης να φιλοξενεί Ισραηλινούς και Ουκρανούς πρόσφυγες πολέμου και την μεταναστευτική πολιτική του επαναπατρισμού που ακολουθεί με περηφάνεια η σημερινή κυβέρνηση για τους πρόσφυγες Σύριους, της Υεμένης κτλ;

Αυτό έχει αναμφίβολα να κάνει με ένα είδος «ναρκισσιστικού ανθρωπισμού». Νιώθουμε δηλαδή περισσότερη ενσυναίσθηση για ανθρώπους που «μοιάζουν» και «ζουν σαν εμάς». Βλέπουμε τις φρικιαστικές εικόνες νέων να τρέχουν για τη ζωή τους από ένα μουσικό φεστιβάλ στο Ισραήλ, δε διερωτόμαστε όμως για την αντίφαση να κάνεις φεστιβάλ πέντε χιλιόμετρα από μια ανοικτή φυλακή όπως η Γάζα. Αυτός ο ναρκισσισμός βρίσκεται και στον πυρήνα της αφαίρεσης της ανθρώπινης υπόστασης από τους σημερινούς γεωπολιτικούς εχθρούς της Δύσης, είτε πρόκειται για Ρώσους είτε για Παλαιστίνιους. Αυτό βέβαια αντικατοπτρίζεται με τη μεταναστευτική πολιτική, όχι μονάχα της Κύπρου αλλά και των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, που βασίζεται πλήρως σε ταξικά και φυλετικά κριτήρια.

  • Βλέποντας τη φρίκη που εκτυλίσσεται στη Γάζα, τι μπορούμε να κάνουμε στην Κύπρο;

Το πιο εύκολο είναι να μποϋκοτάρουμε τα ισραηλινά προϊόντα στις υπεραγορές και να αρνήθουμε να γίνουμε συνένοχοι στο ξέπλυμα της γενοκτονικής πολιτικής του Ισραήλ. Αυτό σημαίνει επίσης άρνηση «φιλικού» σπονσαρίσματος εκδηλώσεων από την εδώ πρεσβεία. Αυτό είναι κάτι που κυρίως οι ανθρώποι των γραμμάτων και των τεχνών, καθώς και της επιστήμης πρέπει να αντιληφθούν. Από εκεί και πέρα, κάθε καταδίκη της ισραηλινής σφαγής πρέπει να συνοδεύεται από ρητά αιτήματα στο κυπριακό κράτος – καμία στρατιωτική, ενεργειακή και οικονομική συνεργασία με ένα κράτος που δολοφονεί μαζικά μόλις 300 χιλιόμετρα από τις ακτές μας. Καλό είναι να αντιληφθούμε, ότι η αλληλεγγύη με την Παλαιστίνη αποτελεί σήμερα ένα παγκόσμιο κίνημα ζωτικής σημασίας για την αριστερά. Το ιδεολογικό οικοδόμημα του σιωνισμού, ότι δηλαδή αντιπροσωπεύει τους απανταχού Εβραίους και αποτελεί καταφύγιο από τον αντισημτισμό έχει καταρρέυσει. Στις ΗΠΑ σήμερα, πολλοί Εβραίοι βρίσκονται στην πρωτοπορία της αλληλεγγύης με την Παλαιστίνη. Παρόλα αυτά, όλες οι δυτικές κυβερνήσεις, όπως και η δική μας, κάνουν πλάτες στην εξελισσόμενη γενοκτονία. Αυτό μπορεί και πρέπει να οξύνει τις αντιθέσεις. Το Παλαιστινιακό σήμερα δεν είναι απλά «ένα άλλο ζήτημα», αλλά είναι αναπόσπαστο κομμάτι στον εδώ αγώνα ενάντια στην ταξική επίθεση από τα πάνω καθώς και ενάντια στο ρατσισμό και τους φασίστες.

(*) Ο Λέανδρος Φίσερ είναι Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Άαλμποργκ, Δανία. Η διδακτορική του διατριβή είχε ως αντικείμενο τη συζήτηση για το Παλαιστινιακό μέσα στις τάξεις της γερμανικής Αριστεράς. Έζησε μέρος του 2010 ως φοιτητής αραβικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Μπιρζέιτ στη Δυτική Όχθη.