2018 ΚΑΙ 2021: ΟΙ ΠΟΛΥΠΛΗΘΕΣΤΕΡΕΣ ΑΝΤΙΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ

Συνέντευξη του Γιάννου Σωκράτους, πρώην Προέδρου ΟΕΛΜΕΚ και υποψήφιου ΑΚΕΛ στις βουλευτικές 2021, στους Αλμπέρτο Φλωρεντίν και Μάρκο Οικονόμου[i]

Είσαι υποψήφιος στις επικείμενες εκλογές του Μαΐου. Τι είναι αυτό που σε έκανε να διεκδικήσεις τη βουλευτική έδρα;

Απαντώ ευθέως: Η διάθεση που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε ενεργό πολίτη για προσφορά. Κι αυτό δεν είναι ένα ακόμα σύνθημα, κενό περιεχομένου, αλλά στάση ζωής. Είναι κάτι που έχει να κάνει με τον τρόπο που σκέφτομαι και δρω, ως άτομο. Συνεπώς, οι βουλευτικές εκλογές, που θεωρώ ότι είναι μια από τις κορυφαίες διαδικασίες μιας σύγχρονης δημοκρατίας, είναι ένας τρόπος, μια ευκαιρία ανάληψης της δικής μου ευθύνης, που είναι απολύτως συνυφασμένη με τις προσδοκίες μου για μια σειρά από ζητήματα, όπως η υγεία, η παιδεία, η οικονομία, το περιβάλλον και ασφαλώς τα θέματα της διαφθοράς και της διαπλοκής, που έχουν δικαίως μονοπωλήσει τις συζητήσεις το τελευταίο διάστημα, υποσκελίζοντας κι αυτό ακόμα το Κυπριακό, παρά τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται το τελευταίο.   

Ήσουν Πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ το καλοκαίρι του 2018, όταν η Κυβέρνηση Αναστασιάδη αποφάσισε να μειώσει μονομερώς και χωρίς διαβούλευση το 50%  του χρόνου της Υπευθυνότητας Τμήματος και να περιορίσει τις λεγόμενες «απαλλαγές» για συνδικαλιστικό έργο. Ποιος είναι ο δικός σου απολογισμός από εκείνον τον αγώνα των καθηγητών και των δάσκαλων του 2018-19;

Να μου επιτρέψετε να πω πως δεν ήταν μόνο αυτά που περιλαμβάνονταν στις μονομερείς αποφάσεις της Κυβέρνησης. Υπήρχαν και πολλά άλλα, όπως για παράδειγμα οι λεγόμενες «απαλλαγές», όπως σκόπιμα τις ονόμαζαν, για την προετοιμασία διάφορων σχολικών εκδηλώσεων/δραστηριοτήτων, τις οποίες θυμίζω ότι χλεύασε κι αυτός ακόμα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κάνοντας λόγο για «μαντολίνα και θεατράκια». Επανέρχομαι, όμως, στο θέμα των «απαλλαγών» γιατί με τον όρο αυτό προσπαθούσαν να πείσουν την κοινωνία ότι ο εν λόγω χρόνος στην ουσία ήταν έμμεσος τρόπος ελάφρυνσης του ωραρίου των εκπαιδευτικών,  απαξιώνοντας έτσι το σπουδαίο εξωδιδακτικό έργο που επιτελείται στα σχολεία από τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσες  μας (βλ. θέατρα, καλλιτεχνικές παραστάσεις, αθλητικές δραστηριότητες κ.λπ.). Γι’ αυτό κι εμείς συμπυκνώσαμε  όλα αυτά στο σύνθημα «ΟΧΙ ΣΤΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ», το οποίο είναι μια κοινωνική κατάκτηση, που προσφέρει το μορφωτικό αγαθό, με την ευρεία έννοια του όρου, σε όλα τα παιδιά, χωρίς εκπτώσεις, αποκλεισμούς και «ελιτισμούς».  

Σε ό,τι αφορά τον απολογισμό, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αγώνας των εκπαιδευτικών δικαιώθηκε, γιατί απλούστατα δικαιώθηκε το βασικό του πρόταγμα – που ήταν ο «θεσμικός διάλογος» – και την ίδια στιγμή καταβαραθρώθηκαν οι σχεδιασμοί του επόμενου κυβερνητικού βήματος. Θυμίζω ότι εμείς δεν απαιτήσαμε να επιβάλουμε τις απόψεις μας, αλλά απαιτήσαμε να διατηρηθεί η θεσμική διαδικασία, αυτό που λέμε θεσμικός διάλογος, ο οποίος είναι κατοχυρωμένος εδώ και δεκαετίες και διασφαλίζει την εργασιακή ειρήνη τόσο στην Εκπαίδευση όσο και σε άλλους τομείς εργασίας.

Η Κυβέρνηση, όμως, με τις μονομερείς αποφάσεις της ουσιαστικά επιχείρησε να δυναμιτίσει αυτό το εργαλείο. Αυτό ακριβώς διατηρήσαμε στη ζωή, όταν τέλη Σεπτεμβρίου 2018, μπήκαμε σε διάλογο στο πλαίσιο της ΜΕΠΕΥ, όπως ορίζεται από τον κώδικα εργασιακών σχέσεων. Και εκεί πείσαμε με τεκμήρια που καταθέσαμε και βρίσκονται στα πρακτικά των συνεδριάσεων  για όποιον θέλει να τα δει, για την ορθότητα των θέσεων μας. Θυμίζω ότι αυτός ο διάλογος κατέληξε τον Μάιο του επόμενου χρόνου με ανατροπή όλων των αρχικών κυβερνητικών αποφάσεων και επαναφορά σε ένα ποσοστό πέρα του 95% όλων όσων η Κυβέρνηση απαίτησε να αποκόψει μονομερώς.

Τα μέλη της ΟΕΛΜΕΚ, της ΟΛΤΕΚ και της ΠΟΕΔ καλούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα να αναδείξουν τους αντιπροσώπους τους. Ωστόσο, η πλειονότητα των υποψηφίων ανήκουν σε παρατάξεις ταυτισμένες με κοινοβουλευτικά κόμματα, γι’ αυτό και οι εκλεγμένοι στις Γραμματείες των  Συντεχνιών έχουν πολύ διαφορετικές ιδεολογικές αντιλήψεις, που συνήθως παραπέμπουν σε ρήγματα. Πώς καταφέρατε το 2018, τόσο διαφορετικές ιδεολογικά καταστάσεις να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να δημιουργήσουν ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα στην Κυβέρνηση όσο και στην Ελληνοκυπριακή ελίτ, που σύσσωμη την υποστήριζε;

Όντως, αυτό που έγινε τότε  ήταν πρωτόγνωρο και τολμώ να πω μοναδικό.  Εντός των Εκπαιδευτικών Οργανώσεων λειτουργούν Παρατάξεις, οι οποίες παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα σε συγκεκριμένες ιδεολογίες. Στον αγώνα του καλοκαιριού του 2018 καταφέραμε αυτές τις ιδεολογικές διαφορές να τις κρατήσουμε μακριά. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, υπήρχαν κάποιοι που ένιωθαν δυσφορία καθώς έβλεπαν την Κυβέρνηση, που ιδεολογικά υποστήριζαν, να βάλλεται. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι όλοι στο τέλος είχαμε συνταχθεί πίσω από μια βασική θέση: «ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ». Αυτό ένωσε όλες τις Εκπαιδευτικές Οργανώσεις.

Ήταν τόσο εξόφθαλμο ότι αυτό που επιχειρείτο δεν ήταν, όπως ισχυριζόταν η άλλη πλευρά, εξορθολογισμός αλλά ανορθολογισμός. Αυτό θύμωσε πάρα πολύ τους εκπαιδευτικούς.

Το άλλο που οικοδόμησε την ενότητα ανάμεσα μας ήταν η προσπάθεια απαξίωσης των εκπαιδευτικών. Ο εκπαιδευτικός ένιωσε να προσβάλλεται, να θίγεται, να του καταπατούν την αξιοπρέπειά του. Και όταν αυτό συμβαίνει σε οποιοδήποτε, η αντίδραση είναι το πιο φυσιολογικό αποτέλεσμα. Μου ήταν αδιανόητο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, οι Υπουργοί του (Παιδείας, Οικονομικών κ.ά.), ο Αρχιεπίσκοπος να αναφέρονται στους εκπαιδευτικούς λειτουργούς με τρόπο προσβλητικό και υποτιμητικό. Πρόχειρα έρχονται τώρα στο μυαλό μου δηλώσεις του τότε Υπουργού Παιδείας, που έλεγε «σιγά, τους βάλαμε να δουλέψουν 20 λεπτά περισσότερο και έχουν αναστατώσει όλο τον κόσμο» ή του Αρχιεπισκόπου, της ΟΕΒ και άλλων. Όλοι αυτοί έκαναν τον εκπαιδευτικό κόσμο να θυμώσει και να πεισμώσει.  

Αυτός ο θυμός δεν είναι άσχετος με τον θυμό που παρατηρούμε και σήμερα. Σε πολλές διαδηλώσεις των τελευταίων μηνών συναντούμε ανθρώπους/πολίτες από όλο το ιδεολογικό φάσμα, οι οποίοι θέλουν να δηλώσουν, να εκφράσουν τον θυμό και την αγανάκτησή τους απέναντι σε αυτά που επισυμβαίνουν καθημερινά. Εκτιμώ ότι αυτό το φαινόμενο ήρθε, θα μείνει, θα εμπεδωθεί και καλά κάνουν οι Κυβερνώντες να το έχουν στο μυαλό τους. 

Αλλά ο αγώνας των εκπαιδευτικών άφησε σοβαρές ρηγματώσεις και στο ίδιο το κυβερνητικό στρατόπεδο, αφού ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προχώρησε σε ανασχηματισμό της Κυβέρνησης, ενώ βουλευτές του Κυβερνώντος Κόμματος διαφωνούσαν μεταξύ τους για τον όλο χειρισμό της υπόθεσης.

Επιπρόσθετα, ο αγώνας των εκπαιδευτικών προκάλεσε και έναν τεράστιο κοινωνικό προβληματισμό γύρω από τα επίμαχα ζητήματα. Η δική μου εμπειρική αποτίμηση των πραγμάτων λέει ότι οι εκπαιδευτικοί ένιωσαν πολύ περισσότερο κόσμο από κάθε άλλη φορά να στέκεται στο πλάι τους. Ήταν ένας αγώνας που ξέφυγε από τα στενά εκπαιδευτικά πλαίσια. Να θυμίσω ότι στην πορεία διαμαρτυρίας της 28ης Αυγούστου 2018 συμμετείχαν μαθητές, φοιτητές, καθηγητές πανεπιστήμιων, συνταξιούχοι, γιατροί, νοσοκόμοι και γενικά απλοί πολίτες, που μετά την πίεση που έφερε το κούρεμα του 2013 ήθελαν να εκφραστούν και νομίζω ότι έμμεσα ήθελαν να αντιταχθούν σε πολιτικές ετσιθελισμού και αυταρχισμού. Είχαμε ακόμα και Τουρκοκυπρίους συμπατριώτες μας από Εκπαιδευτικές Οργανώσεις, αντιπροσωπεία από την πανευρωπαϊκή Συντεχνία των εκπαιδευτικών, ETUCΕ, από Εκπαιδευτικές Οργανώσεις στην Ελλάδα κ.λπ.

Κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων του 2018 η Ελληνοκυπριακή ελίτ ξεπέρασε τις εσωτερικές της διαφορές και παρουσίασε ένα ενιαίο εχθρικό μέτωπο (ΟΕΒ, Αρχιεπίσκοπος Γ. Ε. Οδυσσέας Μιχαηλίδης κ.λπ.). Από τα κοινοβουλευτικά κόμματα το μόνο που στάθηκε εξαρχής δίπλα στους εκπαιδευτικούς  ήταν το ΑΚΕΛ.  Θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε την ταξική ενότητα των «πάνω» με εκείνη των εκπαιδευτικών, ίσως και άλλων τμημάτων εργαζομένων που τους υποστήριξαν, και ακόμα να συζητήσουμε πως αλληλοεπηρεάστηκαν αυτές; 

Όντως υπήρξε μια πρωτοφανής ενότητα και στο άλλο «στρατόπεδο», στο οποίο προσπάθησαν πραγματικά να συνασπιστούν δυνάμεις, όπως η ΟΕΒ, ο Αρχιεπίσκοπος, ο Γεν. Ελεγκτής και άλλοι.  Στην περίπτωση του περιβόητου «λίπους» προσθέτω ακόμα και τον τότε Πρόεδρο της Επιτροπής Παιδείας της Βουλής, ο οποίος συνεχώς σε δηλώσεις του μιλούσε γι’ αυτές τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, χαρακτηρίζοντάς όλες αυτές ως ελάχιστες σε σχέση με αυτές που θεωρούσε ότι στο μέλλον θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Άρα, λοιπόν, ένα άλλο παράπλευρο κέρδος είναι ότι αυτός ο αγώνας αποτέλεσε τροχοπέδη για τα πάρα κάτω, γι’ αυτά που θα ακολουθούσαν.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Κυβέρνηση επιχείρησε να ακυρώσει την ύπαρξη και τον ρόλο των Συντεχνιών και ότι επιπλέον η αναφορά στο «λίπος» αποτελεί πρόσχημα των νεοφιλελεύθερων επιδιώξεών της.

Μου θύμισες τώρα μια φράση ενός πανεπιστημιακού δασκάλου, που εν ολίγοις έλεγε ότι καμία αλλαγή στην Εκπαίδευση δεν έχει νόημα, αν δεν συνδέεται με ένα μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον όραμα για τον τύπο του πολίτη που πρέπει να διαμορφώνει ένα εκπαιδευτικό σύστημα. Το σίγουρο είναι ότι αυτό που είχε επιχειρηθεί τότε δεν είχε καμία σχέση με το όραμα του πολίτη που αυτό το κράτος ισχυρίζεται ότι θέλει να διαμορφώσει. Ήταν, απλώς, «άτακτες» αποκοπές σε μια προσπάθεια να περιοριστεί  το περιβόητο «λίπος», όπως οι ίδιοι το αντιλαμβάνονταν και εκεί ακριβώς είναι που βρίσκεται και η μεγάλη διαφορά στην σκέψη μας. Για μένα οι στόχοι της Κυβέρνησης τότε ήταν σιγουρά η αποδυνάμωση του δημόσιου σχολείου μέσα από την αποδυνάμωση εκπαιδευτικών πολιτικών, όπως ήταν ο Υπεύθυνος Τμήματος, σχολικές δράσεις κ.λπ.. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και ένα ηχηρό κτύπημα στις Εκπαιδευτικές Οργανώσεις που στην ουσία ήθελαν να περιορίσουν τη δύναμη και τη δυναμική τους ενόψει των μελλοντικών τους σχεδιασμών. Γι’ αυτό και οι ηγεσίες των Συντεχνιών λοιδορήθηκαν, υποσκάφθηκαν και διασύρθηκαν όσο ποτέ άλλοτε. Αλλά σ’ αυτό το πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων ιδεολογιών, βρήκαν, επιπρόσθετα, την ευκαιρία να προχωρήσουν και σε συρρίκνωση των δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών.   

Εκ των υστέρων, επιβεβαιώθηκαν και κάποιες άλλες υποψίες μου, αναφορικά με τη χρονική στιγμή που οι Κυβερνώντες επέλεξαν να συγκρουστούν με τον εκπαιδευτικό κόσμο. Θέλω να σας θυμίσω ότι στις 31 Αυγούστου του 2018 στις 2:00 μ.μ. έκλεισαν τα ταμεία του Συνεργατισμού και την Δευτέρα, πρωί-πρωί άνοιξαν με την ταμπέλα της Ελληνικής Τράπεζας. Για εμένα είναι εντυπωσιακή η περιγραφή γι’ αυτό το θέμα, που βρίσκεται στον επίλογο της Έκθεσης της Επιτροπής Αρέστη: «Αισθανόμαστε, και είναι με θλίψη που το διαπιστώνουμε, ότι υπογράφουμε τη ληξιαρχική πράξη εξαφάνισης ενός επιτεύγματος του κυπριακού λαού. Αισθανόμαστε ότι στην ουσία έχουμε διεξάγει ένα είδος θανατικής ανάκρισης». Όλα αυτά τα πράγματα συνέβαιναν παράλληλα με τον δικό μας αγώνα, ο οποίος στην ουσία επισκίασε αυτό το έγκλημα. Τυχαίο;

Το 2018 στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης υποστηρικτές σας, μερικοί από αυτούς σημαντικοί αριστεροί διανοούμενοι, ζητούσαν να διευρύνετε τα αιτήματά σας, ώστε να συμπεριλάβετε σε αυτά την κοσμικότητα του Δημόσιου Σχολείου, την αποδέσμευση του από την Εκκλησία, την αλλαγή των βιβλίων  της σχολικής Ιστορίας, ώστε να αντικατασταθεί ο ακραίος εθνικισμός που τα χαρακτηρίζει από μια επιστημονικά σωστή, δημοκρατική, αντιεθνικιστική και επαναπροσεγγιστική προσέγγιση.  Παρόλη την προφανή συμφωνία και συμπάθειά μας για όλα αυτά τα αιτήματα, νομίζουμε πως σε αυτή την περίπτωση αυτή η στάση ήταν άδικη και μυωπική.  Ποια είναι η δική σου άποψη;

Όταν το πρωί της 2ας Ιουλίου αποχωρούσαμε από το ισόγειο του Υπουργείου Παιδείας απογοητευμένοι και ξεκινούσε όλη αυτή η προσπάθεια της αντίδρασης, οι ηγεσίες των Εκπαιδευτικών Οργανώσεων δεσμευτήκαμε μεταξύ μας για κοινότητα στόχων και ενότητα μέχρι τέλους. Συνεπώς, οτιδήποτε θα έσπαζε αυτή την ενότητα, δεν ήταν επιθυμητό.  Ασφαλώς, θα ήθελα προσωπικά να βάζαμε πολλά άλλα ζητήματα στην ατζέντα, που αφορούν την κοσμικότητα του σχολείου, την αποτελεσματικότητά του, θέματα που έχουν να κάνουν με το δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο, θέματα που έχουν να κάνουν με τα Αναλυτικά Προγράμματα και τα σχολικά εγχειρίδια, όπως π.χ. αυτά της Ιστορίας.  Όμως, κατά την προσωπική μου άποψη – και είμαι έντονος σε αυτό – αν επιχειρούσαμε κάτι τέτοιο θα διαλυόταν το κοινό μέτωπο και ο μόνος που θα ήταν χαρούμενος σε μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν η Κυβέρνηση και οι υποστηριχτές των πολιτικών της. Άλλωστε, η ίδια η Κυβέρνηση επιχείρησε σε πολλές στιγμή να εφαρμόσει την πολιτική του Διαίρει και Βασίλευε. Η ιστορία της ανθρωπότητας έδειξε ότι οι αγώνες είναι συνεχείς, και πρέπει να δούμε αυτόν τον αγώνα ως ένα κρίκο σε αυτή την αλυσίδα των αγώνων για να αλλάξουμε και να κάνουμε καλύτερες τις κοινωνίες.

Αυτό που με κάνει να τοποθετούμε με αυτόν τον τρόπο είναι το βίωμα. Ήξερα πολύ καλά τα όρια των Οργανώσεων και τις εσωτερικές τάσεις. Οι ισορροπίες ήταν λεπτές και εύκολα μπορούσαν να αποσταθεροποιηθούν βάζοντας ζητήματα βαθιά ιδεολογικά και σύνθετα. Γι’ αυτό, λοιπόν, επιμένω, ότι οι αγώνες συνεχίζονται, δεν λύνονται όλα τα ζητήματα με έναν αγώνα. Οι ευκαιρίες πάντα θα υπάρχουν και οι συγκυρίες θα διαμορφώνονται. Αυτό που χρειάζεται είναι ετοιμότητα να τις αξιοποιείς.

Λένε ότι η κριτική σκέψη απουσιάζει από τους/τις μαθητές/τριες μας και τους αποφοίτους της Εκπαίδευσης.  Η πανδημία έχει αναδείξει αυτό το πρόβλημα, αφού πολλοί είναι αυτοί, που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον επιστημονικό τρόπο σκέψης για να φτάσουν σε ορθολογικά συμπεράσματα για τη φύση της πανδημίας και τους τρόπους αντιμετώπισής της.  Φτάσαμε στο σημείο να έχουμε κινητοποιήσεις των αρνητών της πανδημίας. Η καραμέλα δεξιών κύκλων στην Εκπαίδευση, όπως του Νίκου Τορναρίτη και της Μαίρης Κουτσελίνης, για την ανάγκη προώθησης «γενικά» της «κριτικής σκέψης» – ενώ μάλιστα δεν καταγγέλλουν τον εθνικισμό στη διδασκαλία της ιστορίας (!) – δεν αρκεί.  Οι ελλείψεις είναι συγκεκριμένες, όπως η σχεδόν ανύπαρκτη, εξαιτίας πιέσεων της Εκκλησίας, διδασκαλία της Θεωρίας της Εξέλιξης των Ειδών του Δαρβίνου.

Το θέμα της κριτικής σκέψης είναι κορυφαίο για την Εκπαίδευση και ζωτικό για το μέλλον των κοινωνιών, γιατί αν έχεις πολίτες με αναπτυγμένη την κριτική σκέψη, τότε μπορείς να ελπίζεις βάσιμα σε ένα ευοίωνο μέλλον. Οι προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, τα στερεότυπα και τα φαντάσματα παρωχημένων εποχών δεν μπορούν να δώσουν λύσεις στις σύγχρονες κοινωνίες.  Συνεπώς, κατά την προσωπική μου άποψη, οι μάχες στον χώρο της Εκπαίδευσης θα έπρεπε να δίνονται με στόχο την ενίσχυση της κριτικής σκέψης, των κομβικών δεξιοτήτων που έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος του 21ου αι. και των απαραίτητων στάσεων που, επίσης, έχει  ανάγκη μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία.

Το ζήτημα της κριτικής σκέψης συνδέεται και με την ιστορική σκέψη, ένα άλλο, επίσης, κορυφαίο ζήτημα, που και εδώ στην Κύπρο δεινοπαθεί.  Ειδικότερα, αγγίζοντας το θέμα της διδασκαλίας της Ιστορίας στα σχολεία, ας αναλογιστούμε τι εκπαιδευτική διαχείριση γίνεται για παράδειγμα στα λεγόμενα ευαίσθητα/συγκρουσιακά ζητήματα της σύγχρονης Ιστορίας της Κύπρου (βλ. αποσιώπηση γεγονότων, εθνοκεντρική ιστορική αφήγηση, μονολιθικότητα, συντήρηση μύθων, «μισές» αλήθειες,  ξεπερασμένα βιβλία που γράφτηκαν πριν από 30 χρόνια). Κι όμως, κανείς δεν τολμά να αγγίξει αυτά τα ζητήματα γιατί είτε φοβάται το πολιτικό κόστος ενός τέτοιου εγχειρήματος είτε γιατί είναι εγκλωβισμένος στις ιδεολογικές του αγκυλώσεις.

Η μεγάλη διαδήλωση των εκπαιδευτικών το καλοκαίρι του 2018 συγκρίνεται τουλάχιστον σε μέγεθος με τη μεγάλη διαδήλωση της 20/2/2021 ενάντια στη διαφθορά και την αστυνομική καταστολή του κινήματος «Ως Δαμέ».  Μήπως, επίσης, μοιάζουν επειδή επιπλέον και οι δύο έφραξαν τον δρόμο σε κάποιους σχεδιασμούς της ελίτ;  Στο ίδιο θέμα, η Κυβέρνηση Αναστασιάδη κατηγορεί το ΑΚΕΛ ότι προωθεί αγώνες και κινητοποιήσεις στους δρόμους. Είναι αυτό κατηγορία ή πρέπει να το δούμε ως έπαινο;

Ξεκινώντας από το τελευταίο, ο αγώνας για διεκδικήσεις προς όφελος του λαού είναι στη φύση του ΑΚΕΛ και είναι διαχρονικά πολυεπίπεδος (π.χ. εντός και εκτός Βουλής). Τώρα, ως προς τις τελευταίες κινητοποιήσεις και την «κατηγορία» της Κυβέρνησης, να πω ότι αυτές γίνονται, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών, με πολλή προσοχή και τηρώντας πάντοτε τα γνωστά μέτρα. Νομίζω ότι είναι άλλος ο λόγος για τον οποίο η Κυβέρνηση εξαπολύει αυτές τις κατηγορίες και αυτός είναι ευνόητος.

 Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος της ερώτησής σας θα έλεγα ότι και οι δύο κινητοποιήσεις δημιούργησαν σύγχυση στην Κυβερνητική πλευρά, νευρικότητα και αμηχανία, ενώ την ίδια στιγμή λειτούργησαν και ως τροχοπέδη για μελλοντικούς σχεδιασμούς της.  Η κινητοποίηση των εκπαιδευτικών στην ουσία έβαλε ταφόπλακα σε πράγματα που σχεδιάζονταν και θα παρουσιάζονταν σταδιακά και κατά κύματα στον χώρο της Εκπαίδευσης (βλ. Εκθέσεις Παγκόσμιας Τράπεζας).

Τώρα, σε ό,τι αφορά τη δεύτερη κινητοποίηση, νομίζω πως αποτέλεσε τροχοπέδη στο ζήτημα της περαιτέρω συρρίκνωσης των δικαιωμάτων των πολιτών. Η Κυβέρνηση είχε την εντύπωση πως με τους «Αίαντες» θα έκανε επίδειξη δύναμης και θα τρομοκρατούσε τον κόσμο, ώστε αυτός να περιορίσει τις αντιδράσεις του, που δημιουργούσαν πολιτικό κόστος στην Κυβέρνηση. Η εξέλιξη όμως των γεγονότων την οδήγησαν ακριβώς στο αντίθετο, οπότε μαζεύτηκε και στο θέμα του περιορισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Να κλείσουμε λέγοντας πως έχει μεγάλη σημασία που καταθέτουν την υποψηφιότητά τους στις Βουλευτικές Εκλογές εργαζόμενοι, που διεκδικούν ως αγωνιστές συνδικαλιστές την ψήφο. Είναι μια αριστερή υποψηφιότητα που λέει «ζητώ τη ψήφο σας, επειδή αγωνίστηκα ως εργαζόμενος, πήρα μέρος στην ταξική πάλη και αυτά είναι τα εύσημα μου».

Αυτό θα το κρίνει ο λαός. Κλείνοντας να μου επιτρέψετε να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ που μου δώσατε την ευκαιρία, μέσα από τη συζήτηση και τις ερωτήσεις σας, να ξαναθυμηθώ πολλά πράγματα από εκείνη την πολύ σημαντική περίοδο της Εκπαιδευτικής κρίσης και που κάποια στιγμή θα πρέπει όλα αυτά να καταγραφούν, γιατί θα αποτελούν σίγουρα σημείο αναφοράς για την Ιστορία της Εκπαίδευσης στη χώρα μας.

Αυτή την καταγραφή την περιμένουμε ανυπόμονα. Ευχαριστούμε και εμείς!


[i] Εκπαιδευτικοί και μέλη της σύνταξης της ιστοσελίδας «Ανατροπή»