Κτίζοντας ένα αξιόμαχο κίνημα κατά της Κλιματικής Κρίσης

Ακολουθεί η εισήγηση του Nick Brown στη συζήτηση που οργάνωσε η ΑΝΑΤΡΟΠΗ στις 14 Φεβ. 2024 στην Λευκωσία, κάτω από τον γενικό τίτλο: Υδρογονάνθρακες και Αίμα στην Μέση Ανατολή και τον Πλανήτη. Ο Nick Brown είναι φοιτητής και ιδρυτικό στέλεχος της πρωτοβουλίας United for Palestine στην Κύπρο. Είναι επίσης στέλεχος της οργάνωσης της επαναστατικής αριστεράς στην Αυστραλία Socialist Alternative. Σύντομα θα δημοσιεύσουμε και τις τρεις εισηγήσεις που έγιναν στη συζήτηση σε μορφή video.

Αν θυμηθούμε αμέσως πριν την πανδημία – το 2019 – είχαμε ένα πρωτοφανές προχώρημα της μαζικής συνείδησης για την κλιματική καταστροφή και την οικολογική κρίση που βιώνουμε.

Η κλιματική κρίση δεν θεωρείται πια, όπως παλαιότερα, μια απειλή κάπου στο βάθος του ορίζοντα, αλλά μια τρέχουσα πραγματικότητα μέσα στην οποία ήδη όλοι ζούμε.

Αυτή η αίσθηση των πραγμάτων διευρύνθηκε με την εμφάνιση ενός σημαντικού παγκόσμιου κινήματος νεολαίας που στην κορύφωση του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2019, κινητοποίησε παγκόσμια 4 εκατομμύρια ανθρώπους, εκ των οποίων το 1,4 εκατομμύρια στη Γερμανία.

Οι επόμενες βδομάδες είδαν την πρόσθετη κινητοποίηση εκατομμυρίων σε παγκόσμια κλίμακα.

Από μια αυστραλιανή οπτική, οι κινητοποιήσεις αυτές ήταν από τις μεγαλύτερες που είδαμε από τον καιρό του αντιπολεμικού κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Δεν ήταν μόνο μαθητές που συμμετείχαν σε αυτές αλλά και καθηγητές και άλλοι εργαζόμενοι που έφηγαν με άδεια από τη δουλειά τους ώστε να συμμετέχουν στη διαμαρτυρία.

Το κίνημα έδωσε έκφραση στην οργή που αισθάνονται πολλοί νέοι και γονείς του 21ου αιώνα (millennials) – ότι τους κλέβουν το μέλλον για χάρη του κέρδους και της λεηλασίας των πόρων της Γης.

Αυτό συνδέθηκε με την όλο και πιο γενικευμένη αντίληψη πως η κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς κρίσης – η κλιματική αλλαγή, οι πανδημίες, οι αυξανόμενοι πόλεμοι και οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, καθώς και το ακραίο κόστος ζωής πλέκονται για να διαλύσουν την όποια αίσθηση βεβαιότητας για το μέλλον.

Η Γκρέτα Τούνμπεργκ, η πιο γνωστή ηγέτιδα αυτού του κινήματος, αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος της σκέψης που οδήγησε τόσους πολλούς νέους στους δρόμους. Η συνεπής κριτική της στα διεθνή φόρα και η αξιοσημείωτη στάση αρχής που τήρησε στο ζήτημα της Παλαιστίνης αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για εκατομμύρια ανθρώπους.

Όπως επεσήμανε η Γρέτα, ενώ εμείς παλεύουμε για να ζήσουμε σε ένα δίκαιο κόσμο, οι πλούσιοι και ισχυροί κάνουν τις παγκόσμιες διασκέψεις τους – προς τι; Για να μιλήσουν για στόχους που ξέρουν πολύ καλά πως ποτέ δεν θα πετύχουν και να μετριάσουν τα συμπεράσματα της επιστήμης όσο γίνεται περισσότερο, ώστε να σπείρουν τη ψευδαίσθηση ότι η κλιματική κρίση είναι ακόμα μακριά και πως δεν αποτελεί μια άμεση, τρέχουσα απειλή.

Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (γνωστή ως COP) είναι το κυριότερο παράδειγμα αυτής της αποκρουστικής κατάστασης. Το καθήκον της COP ως θεσμού είναι να καθοδηγήσει την παγκόσμια οικονομία ώστε να παραμείνει η υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω από το όριο των 1,5 βαθμών Κελσίου: Όχι μόνο δεν πέτυχε τον στόχο (που η ίδια είχε ορίσει), αλλά συνδράμει ενεργά στη συγκάλυψη του καπιταλιστικού συστήματος που συνεχίζει να εξορύσσει ορυκτά καύσιμα και να μολύνει την ατμόσφαιρα.

Η COP28 πέρσι ήταν μια αθλιότητα. Πρόεδρος αυτού του φεστιβάλ ψεμάτων ήταν ο Σουλτάνος Αχμέντ Αλ Τζαμπέρ – ο εκτελεστικός διευθυντής της Abu Dhabi National Oil Company (ADNOC). Μια βδομάδα πριν τη διάσκεψη δήλωσε ότι δεν υπάρχει επιστήμη που να υποστηρίζει την ανάγκη εγκατάλειψης των ορυκτών καυσίμων για να παραμείνουμε εντός του στόχου του κάτω των 1,5 βαθμών Κελσίου υπερθέρμανσης.

Είναι ειλικρινά αστείο ότι αυτός ο άνθρωπος, που το 2022 ανακοίνωσε επενδύσεις ύψους 150 δισεκατομμυρίων δολαρίων για νέα έργα εξόρυξης ορυκτών καυσίμων, επιτράπηκε να είναι ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ανθρωπότητας στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ακόμα χειρότερα, σύμφωνα με την εφημερίδα Guardian και το Centre for Climate Reporting, η COP χρησιμοποιείται τώρα από τους κεφαλαιοκράτες των ορυκτών καυσίμων ως χώρος δικτύωσης και εξασφάλισης νέων συμφωνιών για πρόσθετες εξορύξεις.

Υπάρχει ένα βαθύ χάσμα στην κοινωνία. Από την μια έχουμε την τεραστίων διαστάσεων τρέχουσα οικολογική κρίση. Αυτή φάνηκε το περασμένο καλοκαίρι όταν εκτάσεις των βορειοδυτικών δασών του Καναδά βρίσκονταν ουσιαστικά σε διαρκή πυρκαγιά, με τεράστια κύματα από καύσωνες σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ πριν μερικά χρόνια είχαμε στην Αυστραλία τις πυρκαγιές του Μαύρου Καλοκαιριού, ανάμεσα σε αναρίθμητες άλλες ανάλογες καταστροφές.

Και από την άλλη έχουμε την πλήρη αναποτελεσματικότητα των προσπαθειών δημιουργίας ενός πιο πράσινου καπιταλισμού, την παγκόσμια παραπέρα εξάπλωση των εξορύξεων ορυκτών καυσίμων, και την πλήρη απουσία ενδιαφέροντος από την πολιτική ελίτ να υλοποιήσει ουσιαστικές αλλαγές.

Αυτό το πασιφανές χάσμα οδηγεί σε ένα αίσθημα απελπισίας, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους.

Οι απεργίες για το κλίμα δεν ξεπήδησαν μέσα από κάποια συγκεκριμένη ελπίδα και ένα θετικό πρόγραμμα, αλλά από την απέλπιδα προσπάθεια να ανατραπεί το υφιστάμενο στάτους κβο, με προσδοκία την επιβράδυνση της συνεχιζόμενης εξόρυξης ορυκτών καυσίμων.

Η πανδημία δυστυχώς έθεσε τέρμα σε πολλές από αυτές τις κινητοποιήσεις και επέτρεψε σε πολλές δυτικές κυβερνήσεις να κινηθούν από μια προηγούμενη θέση άμυνας στην ανάκτηση του όλου αφηγήματος.

Η ούτω καλούμενη Νέα Πράσινη Συμφωνία του Μπάιντεν και άλλες ανάλογες προτάσεις – ιδιαίτερα η έμφαση στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και στις ατομικές ενεργειακά βιώσιμες λύσεις – μοιάζουν να προσφέρουν μια εναλλακτική σε πολλούς που εμβρόντητοι διαπιστώνουν ότι τίποτα δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα.

Θα πρέπει ωστόσο να είμαστε σαφείς: η προαγωγή ατομικών πράσινων καταναλωτικών επιλογών αποτελεί συγκάλυψη της πραγματικότητας των βιομηχανικών εκπομπών μεγάλης κλίμακας. Ανεξάρτητα από το αν το κάθε άτομο θα οδηγεί ηλεκτρικό αυτοκίνητο ή όχι, η κλίμακα των εξορύξεων φυσικού αερίου προς εξυπηρέτηση της παγκόσμιας οικονομίας συνεχίζει να μας οδηγεί ακάθεκτα στην καταστροφή.

Υπάρχει ένα πρόσθετο ζήτημα για το κίνημα. Αυτό αφορά την εσωτερική του πολιτική. Τα τελευταία πάνω κάτω πέντε χρόνια, είναι πολλά και διάφορα τα πολιτικά ρεύματα που καθοδηγούν την αντίσταση στην κλιματική κρίση.

Η Extinction Rebellion είναι ένα αξιοσημείωτο τέτοιο παράδειγμα. Ωστόσο, μέσα στο κίνημα των μαθητικών κλιματικών απεργιών οι απόψεις ποικίλουν.

Στην Αυστραλία, πολλοί από τους ηγέτες των μαθητικών απεργιών έχουν χαμηλώσει τους τόνους της κριτικής, γιατί τώρα στην πολιτική εξουσία έχουμε μια κυβέρνηση των Εργατικών – παρά το γεγονός ότι αυτοί έχουν αδειοδοτήσει το άνοιγμα νέων ανθρακωρυχείων και εποπτεύουν μια άνευ προηγουμένου επέκταση των εξαγωγών της βιομηχανίας φυσικού αερίου.

Η κρίσιμη διαφορά προοπτικών καταλήγει στο πώς αντιλαμβανόμαστε τη λειτουργία αυτών των μαζικών δράσεων.

Είναι οι διαμαρτυρίες απλά ένας μηχανισμός άσκησης πίεσης στις κυβερνήσεις ώστε να λάβουν κάποια μέτρα ή είναι η αφετηρία για πιο ριζικές και επεμβατικές μορφές αγώνα.

Η πρώτη οπτική κατευθύνει προς μια πιο συντηρητική προσέγγιση. Ουσιαστικά θεωρεί ότι ζήτημα δεν είναι το ίδιο το σύστημα, πως απλά υπάρχουν κάποιες κακές εταιρείες ορυκτών καυσίμων που καθιστούν τον κόσμο ένα χειρότερο τόπο. Το κοινοβούλιο δομικά, ως η υψηλότερη εκλεγμένη εξουσία του κράτους έχει συνεπώς τη δυνατότητα να επιβάλει περιορισμούς σε αυτές τις εταιρίες. Έτσι η διαμαρτυρία γίνεται απλώς ένα ακόμα εργαλείο της στρατηγικής του λόμπινγκ προς την κυβέρνηση.

Ωστόσο, αν τα τελευταία 30 χρόνια – από το πρωτόκολλο του Κιότο – μας έχουν δείξει κάτι, είναι πως παρά τις καλύτερες προσπάθειες των περιβαλλοντικών λομπίστων και των επιστημόνων που παράγουν ένα τεράστιο όγκο αποδεικτικών στοιχείων, η οικονομία των ορυκτών καυσίμων δεν πρόκειται να κλονιστεί από την «αλήθεια».

Μέσα από αυτό το πρίσμα, η μαζική δράση των μαθητών και των εργαζομένων στις κλιματικές απεργίες και σε άλλες οικολογικές δράσεις πρέπει να αποτελέσουν αφετηρία για τη συνολική αμφισβήτηση του συστήματος.

Η βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του καπιταλιστικού συστήματος: ως κερδοσκοπικός μηχανισμός, ως μηχανισμός επιβολής μέσα από τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και ως η κινητήρια δύναμη των παγκόσμιων πολεμικών μηχανών.

Η άλογη οικονομική δομή του καπιταλισμού δεν επιτρέπει στα πλαίσιά της την ρήξη που απαιτείται για την άμεση μετάβαση σε μια συνολικά αποανθρακοποιημένη οικονομία.

Είναι γι’ αυτό τον λόγο που πρέπει να αναδείξουμε μια νέα γενιά αντικαπιταλιστών ακτιβιστών για να υποστηρίξουμε μια εναλλακτική προοπτική, που δεν θα περιορίζει τη δράση στα πλαίσια των κανόνων του κοινοβουλευτικού παιγνιδιού των μεγάλων κομμάτων – κάτι που σημαίνει την είσοδο της δράσης της εργατικής τάξης στο κίνημα.

Οι φοιτητές διαθέτουν μεγάλη δύναμη ώστε να ταράξουν τα νερά και να αναδείξουν πολιτικά ζητήματα στη δημόσια σφαίρα. Δεν διαθέτουν όμως τη συλλογική οικονομική ισχύ που έχουν οι εργαζόμενοι όταν είναι οργανωμένοι.

Ένα σπουδαίο παράδειγμα του τι μπορούν να πετύχουν οι εργαζόμενοι, τόσο αναφορικά με το ίδιο το βιοτικό τους επίπεδο όσο και για ευρύτερα οικολογικά αιτήματα, έρχεται από ένα μεγάλο αγώνα που έγινε από τους εργαζόμενους της Νέας Νότιας Ουαλίας στην Αυστραλίας τη δεκαετία του 1970.

Μέσα από την πλατιά ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων του κινήματος κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και του κινήματος κατά των φυλετικών διακρίσεων (Black Power), οι εργαζόμενοι του Σωματείου Οικοδόμων ηγήθηκαν μιας τεράστιας καμπάνιας που έμεινε γνωστή ως «Οι Πράσινές Απαγορεύσεις».

Η όψη του Σίδνεϋ σήμερα θα ήταν τελείως διαφορετική αν δεν ήταν για την δράση τους. Με ένα στοχευμένο απεργιακό κίνημα, κατάφεραν να εμποδίσουν την καταστροφή στο όνομα της αστικής ανάπτυξης του μεγαλύτερου μέρους των πρασίνων χώρων στο Σίδνεϋ. Για παράδειγμα, οι βοτανικοί κήποι (που θα είχαν μετατραπεί σε χώρο στάθμευσης), το Kelly’s bush, ένας σημαντικός βιότοπος, και η οικοδόμηση εργατικών κατοικιών με χαμηλό συντελεστή δόμησης.

Αυτό σήμαινε την αντιμετώπιση των πιο συντηρητικών δυνάμεων και μέσα ακόμα στην ίδια την ηγεσία των εργατικών συνδικάτων, τον αποκλεισμό των τοποθεσιών όπου προβλέπονταν οικοδομικές αναπτύξεις και τη σύνδεση των οικοδόμων με το ευρύτερο κίνημα έξω από το συνδικάτο.

Το να έχουν οι εργαζόμενοι σήμερα λόγο στην οικονομία και στους χώρους δουλειάς τους είναι καθοριστικό: τόσο για να εμποδίσουν την καταστροφή των πράσινων περιοχών όσο, πιο σημαντικά, για να ανακόψουν τη δημιουργία νέων έργων εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου, απαιτώντας ταυτόχρονα μια δίκαιη μετάβαση για τους εργαζόμενους που απασχολούνται σε αυτές τις βιομηχανίες.

Ένα παράδειγμα που εμπνέει: Οι λιμενεργάτες στην Ιρλανδία το 2019, αφού έμαθαν ότι ο χώρος εργασίας τους θα έκλεινε λόγω χρεοκοπίας, τον κατέλαβαν και απαίτησαν από την κυβέρνηση να τον κρατικοποιήσει και να τον αναπροσαρμόσει σε χώρο παραγωγής βιώσιμης ενέργειας. Και πως πέρα από τις υπάρχουσες δεξιότητες ανάμεσα στους εργαζόμενους, θα έπρεπε να τους παρασχεθεί η απαραίτητη κατάρτιση ώστε να συνεχίσουν να εξασφαλίζουν το βιός τους. Τέτοια παραδείγματα δίνουν μια εικόνα της κατεύθυνσης στην οποία πρέπει να κινηθεί το κίνημά μας αν πρόκειται να συγκρουστούμε με το εκτόπισμα της κεφαλαιοκρατίας των ορυκτών καυσίμων.

Ενώ ο αγώνας για την κλιματική δικαιοσύνη βρίσκεται το 2024 σε ύφεσης, θα υπάρξουν σίγουρα παραπέρα αγώνες στο άμεσο μέλλον – που θα προκληθούν πιθανότατα από ακραία καιρικά γεγονότα.

Για την ακρίβεια, παρά την υποχώρηση των κλιματικών απεργιών, υπήρξε μια σειρά από αγώνες άμεσης δράσης που δεν διακόπηκαν. Στην Αυστραλία είχαμε πολλές καταλήψεις μικρής κλίμακας (lock-ons) σε έργα εξόρυξης άνθρακα στο Queensland που κόστισαν στις εταιρίες δεκάδες χιλιάδες δολάρια. Πέρσι τον Νοέμβριο μια δράση των 3000 ατόμων εμπόδισε την εξαγωγή άνθρακα για 30 ολόκληρες ώρες. Αυτή ήταν μια σημαντική δράση, γιατί στο στόχαστρό της είχε την σημαντικότερη πηγή εκπομπών στην Αυστραλία – την εξαγωγική της βιομηχανία. Και οι δυο πτέρυγες της κυβέρνησης υποστήριξαν πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας αφού το κράτος της Αυστραλίας δεν είναι από τους μεγάλους ρυπαντές σε σύγκριση με κράτη με μεγαλύτερους πληθυσμούς. Ωστόσο, όταν συμπεριληφθούν στον υπολογισμό τα ορυκτά καύσιμα που εξάγει η Αυστραλία σε άλλες χώρες, οι εκπομπές της χώρας εκτοξεύονται.

Το γενικότερο κλίμα κρίσης που επικρατεί, με τόσους ανθρώπους να κινητοποιούνται πρόσφατα για την Παλαιστίνη, μπορούν να δώσουν τις απαραίτητες εμπειρίες που να ωθήσουν σε άλλες κινήσεις.

Ένα παράδειγμα, είναι να συνδέσουμε την στρατιωτική κυριαρχία του Ισραήλ στην περιοχή με την ικανότητα του Δυτικού κόσμου να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους ολόκληρης της Μέσης Ανατολής.

Αν δούμε το παράδειγμα του Σωματείου Οικοδόμων στη Αυστραλία τη δεκαετία του 1970, βλέπουμε ότι οι δυναμικές κινητοποιήσεις για περιβαλλοντικά και άλλα ζητήματα μπορούσαν να γίνουν μόνο στο πλαίσιο της πλατιάς πολιτικοποίησης εξ αιτίας του πολέμου στο Βιετνάμ. Μπορεί το κίνημα για την Παλαιστίνη να έχει ανάλογη επίδραση; Είναι δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα.

Τελικά, όπου και να βρισκόμαστε, πρέπει να σπρώχνουμε για το επόμενο βήμα στον αγώνα για το τσάκισμα του καπιταλισμού των ορυκτών καυσίμων. Είτε αυτό σημαίνει να οργανώσουμε μια πρώτη τέτοια διαμαρτυρία στην πόλη μας, είτε να οργανώσουμε τους συμμαθητές μας και να απεργήσουμε κατά της κλιματικής καταστροφής, είτε κτίζοντας οργανώσεις εργαζομένων ικανές να μπουν φρένο στη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων. Όπως οι νέοι επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά, ο αγώνας είναι αγώνας για το μέλλον μας – για το μέλλον της ανθρωπότητας.